Διαταραχές λόγου

Επιμέλεια: Αγνή Βίκη και Ευστράτιος Παπάνης

Οι διαταραχές του λόγου εκδηλώνονται περισσότερο με τις παρακάτω μορφές:

- Καθυστέρηση λόγου - Επιβράδυνση της γλωσσικής εξέλιξης
- Τραυλισμός
- Δυσγραμματισμός
- Δυσαρθρία
- Γλωσσικός αρνητισμός (μουτισμός)
- Ταχυλαλία
- Σιγματισμός
- Δυσλαλία
- Αφασία ή Δυσφασία


Αίτια των διαταραχών του λόγου

Οι διαταραχές μπορεί να οφείλονται σε λειτουργικά ή οργανικά αίτια εγγενούς ή επίκτητης προέλευσης. Τα αίτια χωρίζονται σε 3 κατηγορίες.

Οργανικά αίτια
Σε αυτά ανήκουν παραμορφώσεις και βλάβες του γλωσσικού οργάνου (πηγούνι, γλώσσα, μύτη). Ελαττώματα στην ακοή ή στην όραση αποτελούν συχνή αιτία διαταραχών του λόγου. Μπορεί να δημιουργήσουν ολική καθυστέρηση στην εξέλιξη της γλώσσας. Παιδιά με νοητική καθυστέρηση χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να μάθουν να προφέρουν τους φθόγγους ή να χρησιμοποιούν σωστά τη γλώσσα.

Ιδιοσυγκρασιακά αίτια
Μορφές διαταραχών του λόγου συνδέονται με κληρονομικούς παράγοντες. Σε ιδιοσυγκρασιακά αίτια οφείλεται η καθυστέρηση της αισθησιοκινητικής ωρίμανσης και η προδιάθεση για διαταραχές του λόγου.

Ψυχολογικά και κοινωνικά αίτια
Το χαμηλό κοινωνικο - μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας, ο μεγάλος αριθμός παιδιών, οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, η έλλειψη κινήτρων, ενδιαφέροντος και ευκαιριών για διάβασμα ασκούν ανασταλτική επίδραση στην εξέλιξη του γλωσσικού οργάνου. Επίσης διαταραχές στο λόγο συναντούμε εξαιτίας συναισθηματικών ή ψυχογενών αιτίων, κακών γλωσσικών προτύπων, υπερπροστασίας, αυστηρότητας των γονέων, υπερβολικών απαιτήσεων, ιδρυματισμού, παλινδρόμησης, άγχους κ.λπ.

Συχνότητα των διαταραχών του λόγου

Οι περισσότερες γλωσσικές διαταραχές εντοπίζονται κατά την προσχολική ηλικία και ιδιαίτερα κατά την είσοδο του παιδιού στο σχολείο. Το 3-5% των παιδιών που φοιτούν στο σχολείο παρουσιάζουν διαταραχές του λόγου και χρειάζονται ειδική θεραπευτική αγωγή. Περισσότερο ενδημούν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και εκδηλώνονται πιο συχνά στα αγόρια (Κυπριωτάκης, 1985).


Καθυστέρηση του λόγου – Επιβράδυνση της γλωσσικής εξέλιξης

Εκτός από μερικές ξεχωριστές εικόνες διαταραχής λόγου, όπως η δυσλα¬λία, η δυσλεξία, η αφωνία κ.λπ., υπάρχουν διαταραχές λόγου που απλά πα¬ρουσιάζονται σαν μια γενική καθυστέρηση αντίληψης - επεξεργασίας - έκφρασης λόγου, που συχνά συνοδεύεται και με άλλες νευροψυχολογικές διαταραχές. Οι εκδηλώσεις από το λόγο και άλλες λειτουργίες μπορεί να είναι ελαφρές ή βα¬ριές (όπως π.χ. σε ένα καθυστερημένο παιδί). Στην κατηγορία αυτή που αναφέ¬ρουμε εδώ μπορεί να συνυπάρχουν διαταραχές που περιγράφονται ξεχωριστά. Από την άλλη πλευρά, αυτά που αναφέρουμε εδώ είναι πιθανόν, μελετώμενα βαθμιαία, να περιγράφονται διαφορετικά στο μέλλον διότι είναι μια μεγάλη κατηγορία που περιέχει πολλές δυσλειτουργίες.
Στο ιστορικό των παιδιών αυτών μπορούμε να μάθουμε ότι άργησαν να μι¬λήσουν. Αργούν να πουν μαμά - μπαμπά, αργούν να μάθουν λέξεις, αργούν να κάνουν προτάσεις, το χρησιμοποιούμενο συντακτικό και γραμματική μένουν πίσω για την ηλικία, συχνά η ομιλία δεν είναι ευκρινής. Υπάρχουν διάφορες βαρύτητες της καθυστέρησης του λόγου. Οι ελαφρές μορφές ανακαλύπτονται εύκολα αν χρησιμοποιηθεί τεστ εκτίμησης λόγου, αλλά δεν γίνονται εύκολα α¬ντιληπτές κατά την έναρξη του δημοτικού. Όταν όμως το παιδί προχωρήσει σε μεγαλύτερες τάξεις, βρίσκεται σε δυσχερέστατη θέση. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να ανιχνεύονται με ειδικά τεστ έγκαιρα (και προληπτικά) διαταραχές του λό¬γου.
Στις ελαφρές μορφές, ο πεπειραμένος δάσκαλος μπορεί ν’ αντιληφθεί διά¬φορες μικροδιαταραχές, όπως ελαφρά δυσαρθρία, πτωχό λεξιλόγιο, πτωχές και βραχείες προτάσεις. Αργότερα, όταν αρχίζει το διάβασμα και το γράψιμο, παρατηρούνται έντονες διαταραχές. Όταν οι διαταραχές της καθυστέρησης του λόγου είναι πιο έντονες, τότε αυτές γίνονται αντιληπτές εύκολα. Η δυσαρ¬θρία, το πτωχό λεξιλόγιο, οι ατελείς λέξεις, οι λάθος λέξεις, οι κακές προτά¬σεις παρουσιάζουν άλλοτε άλλη βαρύτητα και μπορεί να υπάρχει μια τέτοια διαταραχή, ώστε η επικοινωνία να είναι αδύνατη. Αν δεν συνυπάρχει καθυστέ¬ρηση, το παιδί μπορεί να καταλαβαίνει καλά, αλλά επειδή δεν μπορεί να μιλή¬σει επαρκώς, βοηθιέται με νοήματα. Στην προσχολική ηλικία, ένα παιδί με τέ¬τοια διαταραχή μπορεί να τραβά τη μητέρα του από τη ρόμπα και να τη φέρνει σε ένα μέρος, δείχνοντάς της αυτό που θέλει, π.χ. νερό, ένα παιχνίδι κ.λπ. Αν η διαταραχή του λόγου δυσκολεύει πολύ το παιδί στην έκφρασή του, αυτό του δημιουργεί εκνευρισμό και επιθετικότητα.
Παιδιά που έχουν έντονη καθυστέρηση λόγου φαίνονται νωρίς και οι γονείς τα πηγαίνουν έγκαιρα για εξετάσεις και θεραπεία που δυστυχώς συχνά είναι ανεπαρκής από έλλειψη ειδικών. Tα παιδιά που έχουν ελαφρά καθυστέρηση του λόγου παραμελούνται και δεν αναγνωρίζoνται πολύ συχνά. Έτσι αν πρέπει να διαβάζουν και να γράφουν, έχουν τεράστιες δυσκολίες, με αποτέλεσμα συχνά να μένουν αγράμματα. Οι μητέρες που αντιλαμβάνονται ότι τo παιδί αργεί να μιλήσει και να «ξεκαθαρίσει» η ομιλία του περιμένουν, αρνούνται να δεχτούν ότι το παιδί έχει πρόβλημα.
Η καθυστέρηση στο λόγο μελετάται όσον αφορά τα ειδικά χαρακτηριστικά που παρουσιάζει, σε συσχέτιση με το υπόστρωμα, δηλαδή τον εγκέφαλο.
Βασικό ρόλο παίζει και ο ψυχισμός. Όσο περισσότεροι παράγοντες παίζουν ρόλο ή επιπροστεθούν σε τυχόν καθυστέρηση του λόγου, τόσο πολύπλοκο γίνεται το πρόβλημα λόγω διαταραχής και άλλων λειτουργιών και έτσι αυξάνεται η δυσλειτουργία της σφαίρας του λόγου.
Μπορεί να υπάρχει κάποια διαταραχή του λόγου που να μην είναι σοβαρή, αλλά να συνυπάρχει μια κινητική διαταραχή που επηρεάζει την άρθρωση, την κινητικότητα του χεριού, δηλαδή το γράψιμο.

Η καλή επαφή με το οικογενειακό περιβάλλον και ιδίως με τη μητέρα στα πρώτα στάδια ζωής είναι απαραίτητα για τη φυσιολογική ανάπτυξη του λόγου. Διάφορα προβλήματα, μετέπειτα μπορεί να προκαλέσουν έντονα προβλήματα στη συμπεριφορά του παιδιού καθώς και τραυλισμό (τραυλισμός, κεκεδισμός), αρνητισμό (μερική ή πλήρη άρνηση στην ομιλία - mutismus) ή και άλλα έντονα προβλήματα στο λόγο, επειδή η εκπαίδευση των παιδιών αυτών είναι ανεπαρ¬κής. Να σημειωθεί ότι σε μικρές ηλικίες παρατηρείται «φυσιολογικός» τραυλι¬σμός όταν οι απαιτήσεις του περιβάλλοντος γίνονται μεγαλύτερες και το παιδί προσπαθεί ν’ αντεπεξέλθει αλλά δυσκολεύεται. Επίσης αναφέρουμε, ότι έντο¬νες διαταραχές στο λόγο παρατηρούνται και σε παιδικές ψυχώσεις, σπάνια νο¬σήματα του νευρικού συστήματος, π.χ. τρέμουλο στην ομιλία και στα χέρια, στο γράψιμο, ή σε βλάβες της παρεγκεφαλίδας (Μιχελογιάννη & Τζενάκη, 2002).


Τα πιθανά αίτια και η θεραπευτική αντιμετώπιση της διαταραχής της γλωσσικής έκφρασης

Η ανάπτυξη της ικανότητας της γλωσσικής έκφρασης των παιδιών βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την ποσότητα των γλωσσικών ερεθισμάτων που δέχονται. Όταν τα παιδιά δεν έχουν αρκετές ευκαι¬ρίες για διάλογο και ανατροφοδότηση, τότε περιορίζονται οι δυνατότη¬τές τους να εκφραστούν λεκτικά και επομένως περιορίζεται η ανάπτυ¬ξη της ικανότητας άρθρωσης.
Η επίδραση του τρόπου λεκτικής επικοινωνίας της οικογένειας στη γλωσσική ανάπτυξη ενός παιδιού προσέλκυσε το ενδιαφέρον ορισμέ¬νων ερευνητών, καθώς οι γονείς αποτελούν για το παιδί γλωσσικά πρό¬τυπα. Ο Whitehurst και οι συνεργάτες του (1988), συνέκριναν την ποιό¬τητα της λεκτικής επικοινωνίας σε περιπτώσεις οικογενειών με ή χωρίς παιδί με διαταραχή γλωσσικής έκφρασης. Μέσα από τις παρατηρήσεις τους, διαπίστωσαν πως οι γονείς διαφοροποιούσαν τον τρόπο επικοι¬νωνίας τους με το παιδί ανάλογα με τις λεκτικές του ικανότητες. Στις περιπτώσεις όπου το παιδί δυσκολευόταν να κάνει μεγάλες προτάσεις, προσάρμοζαν και αυτοί ανάλογα τον τρόπο με τον οποίο του μιλούσαν. Επομένως, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις απόρριψης ή απομόνωσης των παιδιών, οι διαταραχές επικοινωνίας δεν φαίνεται να προκαλού¬νται από τον τρόπο ομιλίας των γονέων.
Ανατομικές μελέτες και μελέτες νευροαπεικόνισης έχουν δείξει πως τα φωνολογικά ελλείμματα, και ιδιαίτερα αυτά που έχουν σχέση με τη φωνολογική ενημερότητα και το συλλαβισμό, σχετίζονται με προβλή¬ματα στη λειτουργία του εγκεφάλου. Μια ειδική ορ¬γανική αιτία, στην οποία μπορεί να οφείλονται ορισμένες περιπτώσεις προβλημάτων στη γλωσσική έκφραση, αποτελούν οι επαναλαμβανόμε¬νες ωτίτιδες ή φλεγμονές του μέσου αφτιού οι οποίες είναι πιθανό να συνοδεύονται με απώλεια ακοής κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής. Αυ¬τή η σχέση υποστηρίζεται και από το γεγονός ότι, σε πολλές περιπτώ¬σεις, παιδιά ηλικίας 2 έως 3 ετών με διαταραχή γλωσσικής έκφρασης τα οποία την ξεπέρασαν αρκετά γρήγορα, είχαν επανειλημμένα επεισόδια ωτίτιδας σε μικρότερη ηλικία. Η διαπίστωση αυτή φανερώνει πως οι ωτίτιδες του μέσου αυτιού κατά την κρίσιμη πε¬ρίοδο για την ανάπτυξη της γλωσσικής έκφρασης μπορεί να δημιουρ¬γούν προβλήματα ομιλίας, τα οποία όμως φαίνεται πως σύντομα ξεπερ¬νιούνται. Στις περιπτώσεις όμως όπου δεν υπάρχει ιστορικό με ωτίτιδες, τα αίτια της διαταραχής γλωσσικής έκφρασης μπορεί να αφορούν τη λειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος, οπότε και η διάρκεια των προβλημάτων είναι μεγαλύτερη.
Φαίνεται πως η γλωσσική ανάπτυξη σχετίζεται σε σημαντικό βαθμό με γενετικούς παράγοντες, αλλά η ακριβής βάση αυτών των παραγό¬ντων πολύ δύσκολα μπορεί να διευκρινιστεί.
Έχει βρεθεί, πως στο 70% των παιδιών με διαταραχές ομιλίας υπάρχει στο οικογενειακό τους ιστορικό κάποια αναφορά σε μαθησιακές δυ¬σκολίες. Σε έρευνες που έγιναν σε περι¬πτώσεις μονοζυγωτικών διδύμων, ηλικίας 3 έως 5 ετών, διαπιστώθηκε πως τα παιδιά αυτά είχαν συχνότερα παρόμοιες δυσκολίες άρθρωσης σε σχέση με τα διζυγωτικά δίδυμα και τα παιδιά τα οποία δεν είχαν συγγενική σχέση. Παρά το γεγονός ότι τα ερευ¬νητικά ευρήματα καταδεικνύουν τη δυσλειτουργία του εγκεφάλου, δεν μπορεί ακόμη να διευκρινιστεί με σαφήνεια η προέλευση αυτής της δυ¬σλειτουργίας.
Στην προσπάθεια αντιμετώπισης των διαταραχών γλωσσικής έκ¬φρασης και παρόμοιων διαταραχών επικοινωνίας θα πρέπει να συνε¬κτιμηθεί η συχνή υποχώρηση των προβλημάτων αυτών μέχρι την ηλικία των έξι περίπου ετών, χωρίς να είναι αναγκαία κάποιου είδους παρέμ¬βαση. Είναι όμως πολύ πιθανόν οι γονείς των παιδιών αυτών να αναζη¬τήσουν τη βοήθεια και τις συμβουλές του ειδικού ώστε να κατανοήσουν την καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου και να βεβαιωθούν ότι λει¬τουργούν με τρόπο που βοηθά αποτελεσματικά τη γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού τους. Επομένως, η ένταξη του παιδιού με διαταραχή γλωσ¬σικής έκφρασης σε κάποιο θεραπευτικό πρόγραμμα σύντομης διάρκειας κρίνεται πολλές φορές σκόπιμη, με στόχο κυρίως την εκπαίδευση των γονέων σε τεχνικές οι οποίες μπορεί να διευκολύνουν τη γλωσσική έκ¬φραση του παιδιού.
(Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2002).


Τραυλισμός

Ο τραυλισμός συγκαταλέγεται στις νευρωτικές διαταραχές του λόγου και της ομιλίας. Θεωρείται διαταραχή της ροής του λόγου και εκδηλώνεται με ασυντόνιστες κινήσεις του μυϊκού λόγου και εκδηλώνεται με ασυντόνιστες κινήσεις του μυϊκού συστήματος της αναπνοής, της φωνής και της άρθρωσης. Η διαταραχή συμβαίνει στην αρχή ή στο μέσο του λόγου είτε με επαναλήψεις μεμονωμένων φθόγγων, συλλαβών, λέξεων π.χ. χα χα-χαρούμενος είτε με ένα επίμονο κόμπιασμα σε ένα φθόγγο π.χ. χ...αρούμενος (Δράκος, 1991).
Αν καμιά φορά το παιδί επανα¬λαμβάνει το πρώτο γράμμα (σ-σ-σ-σήκω) την πρώτη συλλαβή (θε-θε¬θε-θέλω) ή ολόκληρη τη λέξη (όταν-όταν-όταν), δεν σημαίνει απαραί¬τητα ότι τραυλίζει. Οι επαναλήψεις, οι παύσεις και η γενική σύγχυση στη «σκέψη και ομιλία», σε πολλές περιπτώσεις είναι φυσιολογικές αντιδράσεις. Κατά την προσχολική ηλικία, τα παιδιά έχουν πολλές εμπειρίες για τις οποίες θέλουν να μιλήσουν χωρίς όμως να μπορούν πάντα να χρησιμοποιήσουν πολλές λέξεις ταυτόχρονα, προκειμένου να εκφραστούν άνετα. Είναι λοιπόν πιθανόν, ορισμένα συμπτώματα του τραυλισμού να παρουσιάζονται σε κάποιο παιδί χωρίς ωστόσο να υπάρχει πραγματικό πρόβλημα (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2002).
Χαρακτηρίζεται σαν γλωσσική νεύρωση ή ακόμα σαν ψυχο¬σωματικής αιτιολογίας διαταραχή, αφού σ’ αυτή συμμετέχουν και άλλοι παράγοντες.
Η νευρωτική εκδήλωση του τραυλισμού αντιδιαστέλλεται α¬πό εκείνη που η αιτιολογία της συνίσταται σε παθολογικά-ορ¬γανικά αίτια. Έτσι πολλοί επιστήμονες του χώρου ποικίλων ε¬πιστη- μονικών κατευθύνσεων ορίζουν τον τραυλισμό κάτω από το πρίσμα της επιστήμης τους π.χ. Ιατρική, Κοινωνιολογία, Γλωσσολογία, Παθογλωσσολογία, Λογοπαιδαγωγική και Λο¬γοπεδική.
Ο τραυλισμός χαρακτηρίζεται ως σύνδρομο (ιατρική θεώρηση) ή ως φαινόμενο (ψυχοπαιδα¬γωγική ψυχοκοινωνιολογική θεώρηση). Το φαινόμενο του τραυλισμού έχει εντοπιστεί από την αρχαιότητα, ο ρήτορας Δημοσθένης αποτελεί την πρώτη προσπάθεια ανθρώπου με το φαινόμενο του τραυλισμού με τα δικά του μέσα και μέτρα προσπάθησε να βελτιώσει το πρόβλημα της ροής της ομιλίας του (Δράκος, 1991).
Κατά τους Leahy και Collins (1991), ο τραυλισμός είναι μια αινιγματική διαταραχή με μα¬κρά και δαιδαλώδη ιστορία. Νεώτερες προσωπικότητες της ιστορίας με τραυλισμό ήταν ο βασιλιάς Γεώργιος ΣΤ΄ της Αγγλίας, ο Winston Churchill, ο Lenin, ο Theodore Roosevelt, ενώ από τον καλλιτεχνικό χώ¬ρο αναφέρονται οι ηθοποιοί Marilyn Monroe και ο τραγουδιστής Mell Tillis (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2002).

Ο τραυλισμός σε μεγάλο ποσοστό 1,4% συναντάται στην προσχολική ηλικία, όπως έδειξαν έρευνες του Βecker. Στην αρ¬χή μπορεί να είναι φυσιολογικός και δικαιολογημένος αφού ο ρυθμός σκέψης είναι γρήγορος και η γλωσσική ικανότητα πε¬ριορισμένη. Στο τρίτο και τέταρτο έτος η γλωσσική ανάπτυξη είναι ρα¬γδαία και το λεξιλόγιο αυξάνεται σημαντικά. Σ’ αυτή λοιπόν την ηλικία κάποιο σύμπτωμα μόνο τραυλισμού μπορεί με την ε¬πίδραση εξωγενών παραγόντων να μονιμοποιηθεί και ο τραυλισμός να λάβει χρόνιο χαρακτήρα.
Η συχνότητα του τραυλισμού στα αγόρια παρουσιάζει δυ¬σαναλογία συγκριτικά με τα κορίτσια και είναι 3: 1. Σε ποσοστό 0,7% συναντάται ο τραυλισμός στη σχολική ηλικία 6-14 ετών.
Ο Ιπποκράτης πρώτος έδειξε ότι η μη ισορροπία ανάμεσα στη σκέψη και στο λόγο συμβάλλει στη γένεση του τραυλισμού.
Παρεμφερής νεύρωση με τον τραυλισμό είναι και η λογοφο¬βία όπως έδειξε ο Dosuzkov. Η λογοφοβία εξωτερικεύεται σαν φόβος για επικοινωνία και σαν υπερβολική δειλία. Προσβάλλει όλη την προσωπικότητα του ατόμου που πάσχει από τραυλι¬σμό, προκαλεί αρνητικές επιπτώσεις στην συμπεριφορά του και παραμένει ακόμα και μετά την υποχώρηση του τραυλισμού (Δράκος, 1991).

Είδη τραυλισμού

Τα είδη του τραυλι¬σμού είναι τρία: Ο εξελικτικός, ο τραυματικός και ο υστερικός.
Εξελικτικός τραυλισμός: Παρουσιάζεται κατά την προσχο¬λική ηλικία και εκδηλώνεται ως επανάληψη μιας συλλαβής ή σαν παρεμπόδιση της γλωσσικής ροής στο ξεκίνημα της ομι¬λίας. Όταν τα συμπτώματα αυτά ενισχυθούν από εξωγενείς πα¬ράγοντες (κακή διαπαιδαγώγηση, άσχημο ψυχολογικό κλίμα) ο τραυλισμός μονιμοποιείται και τα συμπτώματά του εκδηλώνονται εντονότερα.

Τραυματικός τραυλισμός: Παρουσιάζεται σε ενήλικες και αιτία του είναι ένα δυνατό ψυχικό σοκ. Τα συμπτώματά του δεν αυ¬ξάνονται σταδιακά όπως στην περίπτωση του εξελικτικού τραυλισμού αλλά εκδηλώνονται από την αρχή πολύ έντονα και σε σύντομο χρονικό διάστημα με την κατάλληλη θεραπεία εξασθε¬νούν.

Υστερικός τραυλισμός: Προκαλείται ύστερα από ένα έντονο ψυχικό ερεθισμό ή από υστερική αφωνία ή κώφωση. Για τη θεραπεία του χρησιμοποιούνται μέθοδοι υποβολής, ή ηλεκτροθε¬ραπεία κλπ.

Άλλη διάκριση είναι: Κλονικός τραυλισμός, τονικός τραυλι¬σμός και κλονικοτονικός τραυλισμός.
Κλονικός τραυλισμός: Όπου το άτομο που τραυλίζει επανα¬λαμβάνει συνεχώς την αρχική συλλαβή ή λέξη μέχρι ν’ αρχίσει να μιλάει.
Τονικός τραυλισμός: Όπου η δυσκολία έγκειται στο ξεκίνημα της ομιλίας παρά τις έντονες προσπάθειες που γίνονται από το άτομο που τραυλίζει.
Κλονικοτονικός τραυλισμός: Σ’ αυτόν συνυπάρχουν τα δύο προηγούμενα είδη του τραυλισμού (Δράκος, 1991).

Η διάγνωση του τραυλισμού

Παρά το γεγονός ότι διαφορετικά άτομα μπορεί να τραυλίζουν με διαφορετικό τρόπο και διαφορετική συχνότητα, οι γονείς ή άλλα οι¬κεία πρόσωπα του ατόμου που τραυλίζει συνήθως δεν έχουν καμία δυ¬σκολία να αναγνωρίσουν το είδος της δυσκολίας του. Φυσικά, σε αρκε¬τές περιπτώσεις οι γονείς μπορεί να μη χρησιμοποιούν για την περιγρα¬φή της δυσκολίας του παιδιού τον όρο του «τραυλισμού» αλλά είναι συ¬νήθως σαφείς στις διαπιστώσεις τους. Οι γονείς ή τα ίδια τα παιδιά, όταν αναφέρονται στον τραυλισμό, συνήθως τον περιγράφουν ως κόλλημα.
Σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM IV, ο τραυλισμός αναφέρεται στη διαταραχή της φυσιολογικής ροής και της ρυθμικής διαμόρφωσης της ομιλίας (δυσανάλογη για την ηλικία του ατόμου), η οποία χαρακτηρίζεται από τη συχνή παρουσία ενός από τα ακόλουθα:
- Επαναλήψεις ήχων και συλλαβών
- Επιμηκύνσεις ήχων
- Επιφωνήματα
- Διακοπτόμενες λέξεις (π.χ. παύσεις μέσα σε μια λέξη)
- Ηχηρές ή σιωπηλές αναστολές (γεμάτες ή κενές παύσεις της ομιλίας)
- Περιφράσεις (υποκαταστάσεις λέξεων για την αποφυγή προβλημα¬τικών λέξεων)
- Παραγωγή λέξεων με υπέρμετρη φυσική ένταση
- Επαναλήψεις ολόκληρων μονοσύλλαβων λέξεων (π.χ. «το-το-το-το είδα»)

Επιπλέον, η διαταραχή της ροής της ομιλίας παρεμποδίζει τη σχολι¬κή ή επαγγελματική απόδοση ή την κοινωνική επικοινωνία. Ο τραυλισμός εκδηλώνεται συνήθως για πρώτη φορά κατά την προσχολική ηλικία. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μάλιστα η τάση της εμφάνισης του τραυλισμού σε ολοένα και μικρότερες ηλικίες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο τραυλισμός εμφανίζεται στις ηλικίες μεταξύ 18 μηνών και 12 ετών με σημαντικά μεγαλύτερες πιθα¬νότητες εμφάνισης στις ηλικίες μεταξύ δύο και πέντε ετών. Παρατηρούμε λοιπόν πως ο τραυλισμός εμφανίζεται συνήθως κατά την περίοδο όπου η γλωσσική ανάπτυξη εξελίσσεται με γρήγορο ρυθμό. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η έναρξη του τραυλισμού δεν συνδέεται με κάποιο συγκεκριμένο ψυχολογικό ή οργανικό τραύμα. Η εδραίωση της διαταραχής αυτής είναι συνήθως σταδιακή, ενώ συχνά υπάρχουν περίοδοι όπου η ροή του λόγου είναι καλή.
Η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται ο τραυλισμός στα παιδιά κυ¬μαίνεται περίπου στο 5% αλλά στο σύνολο του πληθυσμού η συχνότη¬τα του τραυλισμού είναι περίπου 1%. Η μείωση της συχνότητας του τραυλισμού στα παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας προφανώς σχετίζεται με τη συχνή υποχώρηση του τραυλισμού και την αποκατάσταση της καλής ροής της ομιλίας με την πάροδο του χρόνου. Επειδή όμως δεν υπάρχει κανένας τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαμε να προβλέψουμε σε ποιες περιπτώσεις θα υποχωρήσει ο τραυλισμός και σε ποιες θα εξακολουθή¬σει να υφίσταται ακόμη και στην ενηλικίωση του ατόμου, συνήθως προ¬τείνεται η έγκαιρη παρέμβαση του ειδικού.
Στις ηλικίες των 2 έως 3 ετών, η συχνότητα του τραυλισμού είναι ίδια σε αγόρια και κορίτσια, ενώ στις ηλικίες των 6 έως 7 χρό¬νων η αναλογία είναι 3:1 και στις ηλικίες των 12 έως 13 χρόνων η ανα¬λογία αυξάνεται στο 5:1 σε βάρος των αγοριών. Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν πως ο τραυλισμός υποχωρεί με μεγαλύτε¬ρη συχνότητα στις περιπτώσεις των κοριτσιών.

Η αναπτυξιακή πορεία των παιδιών με τραυλισμό

Στις περιπτώσεις όπου ο τραυλισμός δεν αντιμετωπίζεται με κάποια θεραπευτική αγωγή, είναι πιθανόν η δυσκολία του παιδιού στην ομιλία να επιδεινώνεται προοδευτικά. Ενώ αρχικά το παιδί μπορεί να συναντά περιστασιακά μόνο κάποιες δυσκολίες στη ροή του λόγου, αυτές οι δυσκολίες στη συνέχεια γίνονται πιο σοβαρές και αργότερα εδραιώ¬νονται ώσπου να εκδηλώνεται τελικά τραυλισμός σε μόνιμη βάση.
Η εξέλιξη του τραυλισμού περνά βασικά από τέσσερις φάσεις.
Η πρώτη φάση καλύπτει την περίοδο της προσχολικής ηλικίας. Στη φάση αυτή, ο τραυλισμός είναι περιστασιακός και εμφανίζεται συνήθως σε καταστάσεις όπου το παιδί είναι ταραγμένο ή βιάζεται να πει πολλά. Σ’ αυτή την περίπτωση, το παιδί μπορεί να είναι αγχωμένο ή να νιώθει ότι πιέζεται για επικοινωνία. Ο τραυλισμός μπορεί να εκδηλώνεται με την επανάληψη συλλαβών ή λέξεων, συνήθως στην αρχή μιας φράσης. Στη φάση αυτή, οι δυσκολίες του παιδιού δε δημιουργούν πάντα κάποια ιδιαίτερη ανησυχία.
Η δεύτερη φάση καλύπτει την περίοδο της σχολικής ηλικίας. Τώρα πια ο τραυλισμός αποτελεί χρόνιο πρόβλημα, εμφανίζεται με μεγαλύτε¬ρη επιμονή και μπορεί να εκδηλωθεί σε πολλές καταστάσεις. Σε αυτή τη φάση, το παιδί αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως άτομο με τραυλισμό.
Στην τρίτη φάση, η συμπεριφορά του ατόμου που τραυλίζει διαφο¬ροποιείται σημαντικά ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκε¬ται. Το άτομο αρχίζει να πιστεύει πως συγκεκριμένοι φθόγγοι, συλλα¬βές ή λέξεις μπορεί να του δημιουργούν ιδιαίτερες δυσκολίες. Γι’ αυτό αρχίζει να αποφεύγει τη χρήση ορισμένων λέξεων και γίνεται ευερέθι¬στο σε αναφορές σχετικά με το πρόβλημά του.
Στην τέταρτη φάση, το άτομο αρχίζει να αποφεύγει καταστάσεις όπου μπορεί να προκληθεί για να μιλήσει. Σε ορισμένες καταστάσεις, όταν υποψιαστεί πως είναι πιθανό να χρειαστεί να μιλήσει, τότε το δια¬κατέχει φόβος. Προς το τέλος της εφηβείας, το άτομο που τραυλίζει αρ¬χίζει να νιώθει πως το πρόβλημά του το οδηγεί ολοένα και συχνότερα σε αμηχανία (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2002).

Πιθανά αίτια και η θεραπευτική αντιμετώπιση του τραυλισμού

Οι περισσότεροι ειδικοί συγκλίνουν στην εκτίμηση πως ο τραυλισμός είναι ένα πρόβλημα πολυπαραγοντικής αιτιολογίας. Σύμφωνα με τον Van Riper (1982), ο τραυλισμός είναι ένα πολύπλοκο και πολυδιά¬στατο παζλ από το οποίο μας λείπουν ακόμη πολλά κομμάτια. Είναι ευρύτερα αποδεκτό πως δεν υπάρχει μία μοναδική αιτία για τον τραυ¬λισμό και πως ο τραυλισμός είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μιας σειράς δομικών, αναπτυξιακών, περιβαλλοντικών και ψυχολογικών πα¬ραγόντων.
Στην προσπάθεια κατανόησης της αιτιολογίας του τραυλισμού έχουν διατυπωθεί μέχρι σήμερα πολλές θεωρίες, χωρίς όμως κάποια απ’ αυτές να μπορεί να προσφέρει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο ερμηνείας της αιτιοπαθογένειας της διαταραχής αυτής. Ο Bloodstein (1995), στην προσπάθειά του να κατηγοριοποιήσει τις υπάρχουσες θεωρίες σχετικά με την αιτιοπαθογένεια του τραυλισμού, προτείνει το ακόλουθο σύστη¬μα ταξινόμησης:

Θεωρίες οι οποίες βασίζονται στην έννοια της «κατάρρευσης» και αποδίδουν τον τραυλισμό σε κατάρρευ¬ση κάποιων φυσιολογικών λειτουργιών, με πιθανή ανάμιξη περιβαλλοντικών παραγόντων οι οποίοι προκαλούν άγχος. Η ανεπάρκεια των φυσιολογικών λειτουργιών, οι οποίες είναι πιθανό να έχουν γε¬νετική βάση, σχετίζεται με το μηχανισμό παραγωγής του προφορι¬κού λόγου.
Θεωρίες οι οποίες βασίζονται στην έννοια της «απωθημένης ανά¬γκης» και αντιμετωπίζουν τον τραυλι¬σμό ως έναν τύπο αγχώδους διαταραχής, δηλαδή ως σύμπτωμα κά¬ποιας διαταραγμένης ψυχολογικής λειτουργίας, η οποία είναι πιθα¬νό να μην είναι συνειδητή. Οι υποθέσεις αυτές στηρίζονται βασικά στην ψυχαναλυτική θεωρία.
Θεωρίες οι οποίες βασίζονται στις έννοιες της «αναμονής - αντιμετώ¬πισης». Στην περίπτωση αυτή, εκτιμάται πως ο τραυλισμός πυροδοτείται ή ενισχύεται από το γεγο¬νός ότι το άτομο αναμένει με φόβο ότι θα τραυλίσει και προετοιμά¬ζεται να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Σύμφωνα με αυτή την προ¬σέγγιση, αυτό που οδηγεί το άτομο στον τραυλισμό είναι ουσιαστικά η ίδια η προσπάθειά του να αποφύγει τον τραυλισμό. Η προσέγγιση αυτή γίνεται καλύτερα κατανοητή αν σκεφτούμε ορισμένα από τα χαρακτηριστικά των ατόμων που τραυλίζουν και διερευνήσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορεί να τραυλίζουν περισσότερο ή λιγότερο. Διαπιστώνουμε λοιπόν πως το άτομο τραυλίζει περισσότε¬ρο στις περιπτώσεις όπου εκτιμά πως είναι πιο πιθανό να τραυλίσει, ενώ όταν δεν σκέφτεται τον τραυλισμό και δεν ανησυχεί γι’ αυτό το ενδεχόμενο, οι πιθανότητες να τραυλίσει μειώνονται.

Σε πολλές έρευνες έχει διαπιστωθεί πως ένα παιδί έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να παρουσιάσει τραυλισμό αν στο συγγενικό του περιβάλ¬λον υπάρχουν άτομα τα οποία τραυλίζουν. Από έρευνα (1991), διαπιστώθηκε πως στο 71% των ατόμων που τραυλίζουν, τα αίτια σχετίζονται με την κληρονομικότητα, ενώ στο υπόλοιπο 29%, τα αίτια σχετίζονται με περιβαλλοντικούς παράγοντες. Σε άλλη έρευνα, έχει βρεθεί πως, παρά το γεγονός ότι στα αγόρια ο τραυλισμός εμφανί¬ζεται με μεγαλύτερη συχνότητα, οι συγγενείς κοριτσιών που τραυλί¬ζουν έχουν αυξημένες πιθανότητες να παρουσιάσουν τραυλισμό. Επίσης, στα άτομα με τραυλισμό αναφέρεται συχνότερα κάποια καθυστέρηση στη γλωσσική ανάπτυξη. Όλα αυτά τα στοιχεία στηρίζουν την εκτίμηση πως ο τραυλισμός σχετίζεται σε κάποιο βαθμό με γενετικούς παράγοντες. Δεν υπάρχουν όμως στοιχεία που να διευκρινίζουν τον τρόπο με τον οποίο επιδρά η κληρονομικότητα στην εμφάνιση του τραυλισμού.

Επίσης, ο τραυλισμός δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα της μίμησης κάποιου προτύπου το οποίο τραυλίζει. Σε αρκετές περι¬πτώσεις, είναι πιθανό κάποιο παιδί να μιμείται τον τρόπο που μιλά ένα άλλο παιδί με τραυλισμό. Το γεγονός όμως αυτό από μόνο του δεν πρόκειται να οδηγήσει σε τραυλισμό. Από τη στιγμή που το παιδί θα σταματήσει να μιμείται την ομιλία του παιδιού που τραυλίζει, τότε θα συνεχίσει να μιλά με κανονική ροή. Σε περίπτωση όμως που κάποιος από το περιβάλλον του παιδιού δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο παιδί που μιμείται τον τραυλισμό ή αγχωθεί ιδιαίτερα μήπως το παιδί συνεχί¬σει να τραυλίζει, τότε είναι πιθανό και το ίδιο το παιδί να αγχωθεί για τον τρόπο που μιλά. Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι πιθανό το παιδί πράγματι να συνεχίσει να τραυλίζει. Σε αυτή την περίπτωση όμως ο τραυλισμός δεν είναι αποτέλεσμα της μίμησης του προτύπου αλλά του άγχους και της έντασης που δημιουργούν στο παιδί οι συνθήκες επικοι¬νωνίας σ’ αυτό το πλαίσιο.
Επειδή σε αρκετές περιπτώσεις ο τραυλισμός μπορεί να ξεπερασθεί χωρίς την παρέμβαση του ειδικού, συχνά τίθεται το ερώτημα αν θα πρέπει το παιδί που τραυλίζει να παραπέμπεται για θεραπευτική αντι¬μετώπιση. Συνήθως οι ειδικοί εκτιμούν πως η παραπομπή του παιδιού θα πρέπει να γίνεται εφόσον οι δυσκολίες στη ροή του λόγου εκδηλώνονται με μεγαλύτερη συχνότητα και ένταση με την πάροδο του χρόνου ή όταν ο τραυλισμός δημιουργεί στο παιδί και τους γονείς του υπερβο¬λικό άγχος, το οποίο μπορεί να εκδηλώνεται αργότερα και με τικ. Συνήθως ο ειδικός σε πρώτη φάση επικεντρώνεται στη συμβουλευτική των γονέων και προσπαθεί να τους διευκολύνει προκειμένου να υιοθετήσουν αποτελεσματικούς τρόπους αντιμετώπισης του παιδιού που τραυ¬λίζει. Σε περίπτωση όπου αυτή η προσπάθεια δεν είναι επαρκής, τότε ο ειδικός εφαρμόζει τη θεραπευτική αντιμετώπιση που απορρέει από τη θεωρητική προσέγγιση που υιοθετεί για την αιτιολογία του τραυλισμού (Κάκουρος - Μανιαδάκη, 2002).


Δυσγραμματισμός

Ο δυσγραμματισμός αναφέρεται σε διαταραχή του λόγου που σχετίζεται πολύ με το συντακτικο-μορφολογικό επίπεδο της γλώσσας. Είναι η διαταραχή στην ικανότητα σχηματισμού προτάσεων, στον προφορικό και το γραπτό λό¬γο που να είναι σωστές από γραμματικής και συντακτικής άποψης. Δηλ. σω¬στή τοποθέτηση των λέξεων, σωστή σύνταξη της πρότασης και σωστή κλίση των κλιτών λέξεων.
Το παιδί με τη διαταραχή αυτή έχει δυσκολία να εκφράσει τις σκέψεις του με το πρότυπο των κανόνων της γραμματικής / και συντακτικής δομής της μη¬τρικής του γλώσσας. Ο δυσγραμματισμός μπορεί να συνυπάρχει με άλλες δια¬ταραχές λόγου, π.χ. με δυσλαλία ή με γενικότερη καθυστέρηση λόγου (Μιχελογιάννη & Τζενάκη, 2002).

Ο δυσγραμματισμός δια¬φοροποιείται από τη δυσσυνταξία. Η διαφορά τους βρίσκεται στο ότι ο δυσγραμματισμός σημαίνει ανικανότητα του ατόμου να εκφράσει τις σκέψεις του με τη σωστή χρήση ουσιαστικών στη σωστή πτώση και ρήματα στο σωστό πρόσωπο ή χρόνο σύμφωνα με τους κανόνες της μητρικής του γλώσσας.
Η δυσσυνταξία από την άλλη, δηλώνει ότι οι λέξεις δεν τοποθε¬τούνται με τη σωστή τους ακολουθία στο λόγο (συντακτική ανακο¬λουθία). Ο όρος δυσγραμματισμός κάτω από το πρί¬σμα της σύγχρονης γλωσσολογίας δηλώνει διαταραχή σε όλα τα επί¬πεδα της γλώσσας, αφού στην έννοια γραμματική συμπεριλαμβάνο¬νται οι γραμματικοί και οι συντακτικοί κανόνες μιας γλώσσας.
Γι’ αυτή τη διαταραχή συναντούμε στη βιβλιογραφία και τους όρους: Αγραμματισμός και Παρα¬γραμματισμός.
Όταν τα φαινόμενα του δυσγραμματισμού παρατηρούνται μέχρι το τέταρτο έτος της ηλικίας, στην περίοδο δηλαδή όπου ο λόγος του παιδιού δεν είναι ακόμα πλήρως διαμορφωμένος αλλά βρίσκεται σε εξέλιξη, τότε μπορούμε να μιλάμε για φυσιoλoγικό δυσγραμματισμό. Όταν, όμως, υπάρχει μια καθυστερημένη γλωσσική εξέλιξη του παιδιού, τότε ο δυσγραμματισμός εξακολουθεί να υπάρχει και μετά το 4ο έτος και πολλές φορές συνυπάρχει με τη δυσλαλία (Δράκος, 1998).

Αιτίες του δυσγραμματισμού

Μέχρι τα 4 έτη το παιδί δεν έχει ακόμη φθάσει στο γλωσσικό επί¬πεδο που θα του επέτρεπε να χρησιμοποιεί άνετα και σωστά τη μη¬τρική γλώσσα. Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, ως πρότυπο τη γλώσσα των προσώπων του οικογενειακού περιβάλλοντος, με τα οποία έρχεται σε άμεση επαφή, κάνει χρήση κάποιων στερεότυπων εκφράσεων που ακούει στο γλωσσικό του περιβάλλον.
Αν όμως μετά το 5ο έτος δεν είναι ακόμα ικανό να κάνει σωστή χρήση των γραμματικών δομών, αυτό μπορεί να οφείλεται σε καθυ¬στερημένη γλωσσική εξέλιξη ή σε ελλιπή διαπαιδαγώγηση.
Άλλες αιτίες που μπορούν να προκαλέσουν δυσγραμματισμό είναι:
- Μειωμένο γλωσσικό αίσθημα. Το παιδί δεν ανταποκρίνεται στα γλωσσικά ερεθίσματα. Δείχνει μια απάθεια. Ενώ του μιλάς, εκείνο δεν δίνει συνέχεια στη συζήτηση.
- Κεντρικές βλάβες στην εξέλιξη σε συνδυασμό με πρόωρες εγκε¬φαλικές βλάβες.
- Ενδοκρινικές διαταραχές.
- Χαμηλή νοημοσύνη.
- Ψυχοκινητικές βλάβες και αντιληπτικές αδυναμίες.
- Περιορισμένη ακουστική μνήμη.
- Διαταραγμένη ικανότητα για προσοχή.
- Διαταραχές στην ικανότητα διαφοροποίησης στο φωνητικό, οπτικό, κιναισθητικό και μουσικορυθμικό τομέα.
Ο Liebmann διακρίνει τρία είδη δυσγραμματισμού που διαφοροποιούνται μεταξύ τους ανάλογα με το βαθμό προσβολής του λόγου:
1. Δυσγραμματισμός ελαφριάς μορφής: Ο αυθόρμητος λόγος παρου¬σιάζει μικρές αποκλίσεις στη μορφολογία και τη συντακτική του δο¬μή. Μεγαλύτερη συχνότητα στα λάθη παρουσιάζουν οι κλίσεις.
2. Δυσγραμματισμός μέτριας μορφής: Η ομιλία είναι κυριολεκτικά ασύντακτη. Το άτομο παραποιεί τις πτώσεις και τα γένη.
3. Δυσγραμματισμός βαριάς μορφής: Ο ελεύθερος λόγος είναι κομ¬ματιασμένος. Οι λέξεις προσφέρονται τμηματικά, ξεκομμένες από το γλωσσικό περιβάλλον της πρότασης. Ακόμα και απλές προτάσεις δεν μπορούν να επαναληφθούν με τη σωστή συντακτική τους δομή.
Μια άλλη συναφής με την προηγούμενη διάκριση του δυσγραμμα¬τισμού σε κατηγορίες γίνεται από τον Reemler (1975):
α. Δυσγραμματισμός πολύ βαριάς μορφής: Ο λόγος είναι ελλι¬πής. Το άτομο χρησιμοποιεί μεμονωμένες λέξεις και για να μπορέσει να κάνει κατανοητά αυτά που θέλει να πει στους άλλους τα συνοδεύ¬ει με μιμητικές χειρονομίες.
β. Δυσγραμματισμός βαριάς μορφής: Οι προτάσεις έχουν την πιο απλή δόμηση. Είναι της μορφής: ρήμα - υποκείμενο - κατηγο¬ρούμενο, ενώ τα συντακτικά και γραμματικά λάθη είναι πολύ συχνά. Γίνεται ακόμη από τα άτομα αυτά συχνή χρήση των γλωσσικών στε¬ρεοτύπων.
γ. Δυσγραμματισμός μέσης μορφής: Οι προτάσεις τώρα απο¬τελούνται από 6-7 λέξεις. Είναι απλές, αλλά με σίγουρη και σταθερή δομή και χρήση. Παρόλα αυτό δεν λείπουν τα λάθη στη σύνδεση και στην κλίση των λέξεων, ενώ σημειώνεται μερική ή ολική απουσία άρ¬θρων, αντωνυμιών, προθέσεων, συνδέσμων.
δ. Δυσγpαμματισμός ελαφριάς μορφής: Ο αριθμός των λέξεων μιας πρότασης αυξάνει. Φτάνει τις 7-8, ενώ γίνονται προσπάθειες για τη σωστή σύνδεσή τους. Τα γραμματικά λάθη έχουν μειωθεί αισθητά. Εντούτοις δεν κλίνονται πάντα σωστά άρθρα και ανώμαλα ρήματα.
ε. Δυσγραμματισμός: Σ’ αυτό το στάδιο δεν έχουμε δυσγραμ¬ματισμό και η γλωσσική εξέλιξη του παιδιού είναι ανάλογη με την ηλι¬κία του.
στ. Δυσγραμματισμός: Το παιδί χρησιμοποιεί στο λόγο του σύνθετες προτάσεις. Μπορεί με άνεση να διηγηθεί κάτι ή ν’ αναφερ¬θεί σε γεγονότα που δεν είναι άμεσα αντιληπτά. Γενικά ο λόγος του έχει πληρότητα, σαφήνεια και μπορεί να θεωρηθεί καθ’ όλα υποδειγ¬ματικός.
Άλλοι όμως ερευνητές των γλωσσικών διαταραχών, κάνοντας κρι¬τική στις παραπάνω θέσεις, διατυπώνουν την άποψη ότι ο Remmler με την κατηγοριοποίηση που κάνει συγκρίνει το λόγο του παιδιού με το λόγο του ενήλικου, χωρίς να δέχεται την ιδιαιτερότητα της παιδι¬κής γλώσσας.
Αντίθετα, ο Arnold αναφέρει τα παρακάτω είδη δυσγραμματι¬σμού έχοντας ως βάση την αιτιολογία και όχι τη φαινομενολογία:
. Φυσιολογικός δυσγραμματισμός που εμφανίζεται στα πρώτα στάδια της γλωσσικής εξέλιξης του παιδιού και είναι φυσικό να υπάρ¬χει τη στιγμή που ο λόγος δεν έχει ακόμη πλήρως διαμορφωθεί.
. Δυσγραμματισμός ως συνέπεια φυσικής αδυναμίας. Η γλωσσική αδυναμία μπορεί να οφείλεται σε γενετικούς ή κληρονομικούς παρά¬γοντες.
. Ιδιοπαθητικός δυσγραμματισμός, που οφείλεται σε καθυστέρηση της ψυχωσικής ωρίμανσης του ατόμου.
. Συμπτωματικός δυσγραμματισμός, που σχετίζεται με πρόωρες εγκεφαλικές βλάβες.
Τέλος, σύμφωνα με τα συμπεράσματα ψυχογλωσσικών ερευνών και τις απόψεις των ειδικών ο δυσ¬γραμματισμός συνδέεται τόσο με την κωδικοποίηση όσο και με την αποκωδικοποίηση της γλώσσας.
Στη διαδικασία της κωδικοποίησης ο δυσγραμματισμός εμποδίζει τη μετάδοση ενός ολοκληρωμένου μηνύματος, έτσι που ο συνομιλητής να χάνει κάποιο μέρος των πληροφοριών που θέλει να του μεταδώσει ο άλλος.
Στη διαδικασία πάλι της αποκωδικοποίησης ο δυσγραμματισμός δε βοηθά στην αποκρυπτογράφηση και κατανόηση των μηνυμάτων με αρνητικές συνέπειες στην οικειοποίηση των μορφοσυντακτικών κανόνων της γλώσσας.

Διάγνωση του δυσγραμματισμού

Για τη σωστή θεραπεία του δυσγραμματισμού επιβάλλεται μια πο¬λύπλευρη διάγνωση που θα προκύψει από τη συνεργασία γλωσσοπαι¬δαγωγών, ψυχολόγων, δασκάλων και γονέων. Αρχικά θα πρέπει να ελεγχθεί η γλωσσική ανάπτυξη του ατόμου με δυσγραμματισμό. Ειδι¬κότερα θα εξεταστεί η γλωσσική δεξιότητα στον ελεύθερο λόγο, τη διήγηση και την επαναδιήγηση, για να ακολουθήσει η ανάλυση της ομιλίας του.
Η ανάλυση στοχεύει στο να εξακριβώσει την ευχέρεια που έχει το άτομο να χρησιμοποιεί τους γραμματικοσυντακτικούς κανόνες, τους συνδέσμους, τις κλίσεις των ρηματικών χρόνων κ.λπ.
Με το ιστορικό, εξάλλου, θα ληφθούν πληροφορίες τόσο για το άτομο όσο και για το κοινωνικό - οικογενειακό του περιβάλλον. Ελέγ¬χονται ακόμη: η όραση, η ακοή, η κιναισθητική δεξιότητα, η σωματι¬κή αρτιμέλεια, το νευρικό σύστημα και η νοημοσύνη. Υπάρχουν περι¬πτώσεις όπου ο δυσγραμματισμός είναι αποτέλεσμα αφασίας ή τραυλισμού (Δράκος, 1998).

Θεραπεία του δυσγραμματισμού

Το άτομο με δυσγραμματισμό δεν μπορεί, όπως προαναφέραμε, να χρησιμοποιήσει σωστά τους συντακτικούς και μoρφλoγικoύς κανό¬νες της μητρικής του γλώσσας. Η θεραπευτική αγωγή, λοιπόν, θα επι¬διώξει να το βοηθήσει να ξεπεράσει αυτό το πρόβλημα, παρέχοντάς του εξατομικευμένη βοήθεια με κατάλληλες ασκήσεις. Οι ασκήσεις θα στοχεύουν στην παραγωγή πρώτα και στη δόμηση μετά ενός συστή¬ματος γραμματοσυντακτικών κανόνων, μέσα από μια διαδικασία στην οποία ο λόγος του λογοθεραπευτή θα λειτουργήσει ως πρότυπο.
Κατά τη διάρκεια αυτών των ασκήσεων το παιδί καλείται να επα¬ναλάβει μικρές λέξεις ή προτάσεις που τις ακούει πρώτα από το λο¬γοθεραπευτή.
Όμως, πριν απ’ όλα, θα πρέπει να εντοπιστεί το γλωσσικό στάδιο του παιδιού, να ιεραρχηθούν οι γλωσσικές του ελλείψεις, ώστε ο λο¬γοθεραπευτής να βαδίζει κλιμακωτά και να βελτιώνει τα στάδια της γλωσσικής εξέλιξης, στα οποία το παιδί εμφανίζει μια καθυστερημένη εικόνα.
Η θεραπεία θα ξεκινήσει από το γλωσσικό στάδιο εκείνο που έχει κατακτηθεί από το παιδί για να προχωρήσει βαθμιαία και στα επόμε¬να. Κι ακόμη, η αντίληψη θα πρέπει να είναι αναπτυγμένη σε τέτοιο σημείο, ώστε το παιδί να είναι σε θέση να κατανοεί πρώτα και στη συ¬νέχεια να μπορεί να χρησιμοποιεί στον ελεύθερο λόγο του τους γραμ¬ματικούς κανόνες.
Απ’ όσα είπαμε, η χρησιμότητα των γλωσσικών ασκήσεων είναι πρoφανής. Οι ασκήσεις αυτές θα προδιαθέσουν ευνοϊκά το παιδί για ομιλία. Θα βοηθήσουν στον εμπλουτισμό του λεξιλογίου του και θα το μάθουν να χρησιμοποιεί σωστά τη δομή της γλώσσας.
Με τις ασκήσεις χρησιμοποιούνται διάφορα βοηθητικά μέσα όπως εικόνες, παιχνίδια μουσικορυθμικά κ.ά., ειδικά όταν μαζί με το δυσ¬γραμματισμό συνυπάρχει και πνευματική καθυστέρηση.
Τέλος, είναι αυτονόητο πως τη στάση του λογοπαιδαγωγού και λο¬γοθεραπευτή απέναντι στο άτομο με δυσγραμματισμό θα πρέπει να τη διακρίνει η υπομονή, η κατανόηση και η φιλικότητα. Παράλληλα, όμως, οι προσπάθειές τους θα πρέπει να στραφούν και προς το άμε¬σο περιβάλλον του παιδιού, ένα περιβάλλον που συνήθως απομονώ¬νει και παραμελεί τέτοια άτομα, θεωρώντας ως πνευματική υστέρηση τη γλωσσική τους ανεπάρκεια χωρίς να δίνει τα κατάλληλα γλωσσικά ερεθίσματα (Δράκος, 1998).



Ένα παιδί τραβάει τα φωνήεντα και τα σύμφωνα και η φωνή του τρέμει (Δυσαρθρία)

Υπάρχει μια βαριά διαταραχή της ομιλίας στα παιδιά και στους μεγάλους που οφείλεται στη βλάβη των κινητικών εγκεφαλικών νεύρων με αποτέλεσμα να έχουμε παραλύσεις ή βλάβες στο συντονισμό των μελών των οργάνων, που σχετίζονται με την ομιλία. Έχουμε μια ατελέστατη άρθρωση, ακατανόητη ομιλία, τρεμάμενη φωνή χωρίς ρυθμό, χρόνο και μελωδία.

Είδη Δυσαρθρίας

Υπνώδης Δυσαρθρία
Οφείλεται σε βλάβες των εγκεφαλικών νεύρων που καθοδηγούν τη γλώσσα, τον φάρυγγα και τον λάρυγγα. Η ομιλία είναι υποτονική και μονότονη, έχει έντονη ρινική χροιά, τα σύμφωνα δεν σχηματίζονται με ακρίβεια, οι προτάσεις είναι σύντομες και ο τόνος της φωνής φθίνει σταδιακά. Υπνώδη Δυσαρθρία παρουσιάζουν όλα τα άτομα που υποφέρουν από μυασθένεια.


Σπαστική Δυσαρθρία
Είναι το αποτέλεσμα σπαστικής ημιπληγίας. Το πρόσωπο είναι ανέκφραστο τρέχουν συνεχώς σάλια, οι κινήσεις των χειλέων και της γλώσσας είναι επιβραδυνόμενες και περιορισμένης έκτασης. Η φωνή είναι αδύνατη, ρινική και ασθενική. Τα σύμφωνα σχηματίζονται όχι με ακρίβεια, είναι μονότονα, βραχνά, ακούγονται σαν να έρχονται από μακριά και εμφανίζουν διαλείψεις. Ο ρυθμός της ομιλίας είναι βραδύς.

Αταξική Δυσαρθρία
Οφείλεται σε βλάβες του μικρού εγκεφάλου και χαρακτηρίζεται από ανακρίβεια στην προφορά των συμφώνων, από επιμηκυνόμενα φωνήεντα, από μεγάλες παύσεις ομιλίας, από υψηλούς τόνους και ένταση, από επιβραδυνόμενο ρυθμό ομιλίας.

Υποκινητική Δυσαρθρία
Οφείλεται σε ανωμαλίες του εξωπυραμιδικού συστήματος. Έχουμε αποκλείσεις στον τόνο της ομιλίας, η φωνή είναι ασθενής, τα σύμφωνα δεν είναι ευκρινή, η φωνή τρέμει και εμφανίζει συχνά διακοπές.

Υπερκινητική Δυσαρθρία
Έχουμε δύο τύπους υπερκινητικής δυσαρθρίας την ταχεία και την βραδεία.
Η ομιλία κατά την ταχεία μoρφή της Υπερκινητικής Δυσαρθρίας έχει στιγμές που δεν εμφανίζει καθόλου δυσαρθρικά φαινόμενα. Στην κατηγορία της Υπερκι¬νητικής Δυσαρθρίας υπάγονται οι ασθενείς του συνδρόμου Gilles -de-la Tourette. Κατά τον σχηματισμό των φωνηέντων παρατηρούνται tics, ελαττωμένη άρθρωση η οποία συχνά καταλήγει σε ηχολαλία και κοπρολαλία.
Κατά την βραδεία μορφή υπερκινητικής Δυσαρθρίας έχουμε αθετώσεις, δυ¬σκινησία και δυστονία. Τα σύμφωνα προφέρονται χωρίς συμμετρία, τα φωνήεντα άγρια, η άρθρωση παρουσιάζει ακανόνιστες διακοπές, οι τόνοι της φωνής κυμαί¬νονται σε χαμηλά επίπεδα, τα φωνήεντα επιμηκύνoνται, η φωνή διακόπτεται ξαφ¬νικά.


Μεικτή Δυσαρθρία

Oφείλεται σε δυσλειτουργία ή βλάβες πολλών συγχρόνως εγκεφαλικών κινη¬τικών συστημάτων. Η ομιλία μπορεί να χαρακτηρίζεται από ελαφρά δυσαρθρικά φαινόμενα, μπορεί ακόμη σε βαριά μορφή να είναι και τελείως ακατανόητη.

Σε ό,τι αφορά τη λογοθεραπεία της Δυσαρθρίας μπορούμε να πούμε ότι διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση. Αντικειμενικός σκοπός είναι η βελτίωση της αρθρώσεως. Αυτό επιτυγχάνεται μέχρις ενός βαθμού με επιβραδυνόμενο ρυθμό ομιλίας, με επιλεγμένες ασκήσεις από συλλαβές με τα κρίσιμα φωνήματα. Ακόμη, ασκήσεις με συμπλέγματα, αναπνευστικές ασκήσεις,-ασκήσεις χαλαρωτι¬κές στο εξωτερικό και εσωτερικό του λάρυγγα καθώς και των μυών γύρω από το λαιμό. Πάντως τα αποτελέσματα της λογοθεραπείας στις περιπτώσεις των Δυ¬σαρθριών δεν είναι εντυπωσιακά (Αλεξάνδρου, 1986).


Γλωσσικός αρνητισμός (mutismus)

Ο γλωσσικός αρνητισμός, που σημαίνει άρνηση για ομιλία, είναι μια γλωσσική δυσλειτουργία με ψυχoγενή προέλευση. Στο γλωσσικό αρνητισμό, ενώ το άτομο έχει ήδη κατακτημένη την ομιλία, ενώ δεν αντιμετωπίζει το παραμικρό εμπόδιο/πρόβλημα από οργανικές αιτίες/δυσλειτουργίες, εντούτοις δε χρησιμοποιεί την ομι¬λία και αυτό είναι το πρόβλημά του.
Αιτίες αυτής της δυσλειτουργίας είναι τα αρνητικά βιώματα και οι ψυχικής προέλευσης τραυματικές εμπειρίες που έζησε το άτομο. Έτσι, η απώλεια της ομιλίας εμφανίζεται ξαφνικά και σαν διέξοδος
χρησιμοποιείται από τον πάσχοντα η μιμητική ή ο γραπτός λόγος. Ο εκλεκτικός γλωσσικός αρνητισμός δηλώνει την κατά διαστήμα¬τα άρνηση του παιδιού για ομιλία, παρόλο που δεν έχει πάθει κάποι¬ες οργανικές βλάβες στο φωνητικό του μηχανισμό.
Κάποιοι συγγραφείς χρησιμοποιούν τον όρο για να δηλώσουν την περιορισμένη γλωσσική επικοινωνία. Συγκεκριμένα, οι Becker-Sovak στο: Lehrbuch der Logopaedie, ορίζουν τον εκλεκτικό γλωσσικό αρνητισμό ως μια γενική κατάσταση δειλίας, που έχει ως αποτέλεσμα την περιορισμένη δυνατότητα του ατόμου για γλωσσική επικοινωνία και γενικά φόβο για ομιλία. Η πλειοψηφία όμως των συγγραφέων με τον όρο δηλώνει την άρ¬νηση του παιδιού για ομιλία, που εκδηλώνεται μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις η μόνο κατά την παρουσία συγκεκριμένων προσώπων.
Σαν αιτίες αναφέρονται τόσο εξωγενείς όσο και ενδογενείς παρά¬γοντες, όπως:
. μια υπερβολική ευαισθησία
. πιέσεις για καλύτερη σχολική επίδοση
. ψυχικά επιβαρυντικές συνθήκες (τόσο οικογενειακές όσο και σχολικές)
. αρνητικά βιώματα
. περιορισμένη γλωσσική ικανότητα του κοινωνικού και οικογενειακού περιβάλλοντος.
Τα συμπτώματα, όπως αναφέρθηκε, είναι η άρνηση για ομιλία (βουβαμάρα). Κάτω από ορισμένες συνθήκες το παιδί αρ¬νείται να μιλήσει, π.χ. στο νηπιαγωγείο, παρόλο που δεν έχει κανένα πρόβλημα στο σπίτι ή στην επικοινωνία του με τους γονείς τους. Ταυ¬τόχρονα, όμως, παρατηρείται και κάποια ιδιαιτερότητα στη συνολική συμπεριφορά αυτών των παιδιών, όπως: υπερευαισθησία, φόβος, ανα¬σφάλεια, αναστολές, πείσμα και αρνητική συμπεριφορά, ενώ σωματικά παρουσιάζουν αδυναμία και υπανά¬πτυξη. Να σημειώσουμε εδώ, ότι ο εκλεκτικός μουτισμός παρουσιάζε¬ται συνήθως σε παιδιά και σπανιότερα σε ενήλικους. Η διαταραχή εμφανίζεται στο 3ο έτος ή στην αρχή της σχολικής ζωής.
Εκλεκτικός μουτισμός δε σημαίνει μόνο ένα καθαρά γλωσσικό πρόβλημα, αλλά ένα πρό¬βλημα γλωσσικής ετοιμότητας. Η επίδραση που έχει το πρόβλημα του γλωσσικού αρνητισμού φαίνεται τόσο στην κοινωνική όσο και στη σχολική ζωή ενός παιδιού, που σιγά-σιγά απομονώνεται από τις σχο¬λικές εκδηλώσεις και κλείνεται στον εαυτό του. Η απόδoσή του στο σχολείο είναι χαμηλή και δεν συμβαδίζει με την απόδοση των υπόλοι¬πων συμμαθητών του.

Η διάγνωση στην περίπτωση της διαταραχής αυτής έχει σαν πρώ¬το και κύριο σκοπό ν’ αποκλείσει διαταραχές της ακοής, εγκεφαλικές βλάβες και την περίπτωση του αυτισμού. Πρέπει, επίσης, ν’ αποκλει¬στεί η ύπαρξη και άλλων διαταραχών του λόγου που οφείλονται σε προβλήματα του Κ.Ν.Σ., όπως αφασία και αφωνία.
Κατά τη διάγνωση γίνονται ψυχιατρικές -ψυχολογικές εξετάσεις, με σκοπό να εντοπιστούν τα νευρωτικά συμπτώματα της συμπεριφο¬ράς. Μετριέται επίσης ο δείκτης νοημοσύνης και η γλωσσική ανάπτυ¬ξη το ατόμου. Πολύ σημαντικό είναι και το ιστορικό του παιδιού, για¬τί μέσα σ’ αυτό μπορούν να διαπιστωθούν οι αρνητικές ψυχολογικές καταστάσεις που το έχουν επηρεάσει.
Η θεραπεία του γλωσσικού αρνητισμού βασίζεται κυρίως στις με¬θόδους της ψυχανάλυσης και της ψυχολογίας της συμπεριφοράς.
Επειδή πρόκειται για διαταραχή περισσότερο ψυχική παρά γλωσ¬σική, τα θεραπευτικά μέσα που εμφανίζονται είναι τα μέσα που χρη¬σιμοποιεί η Κλινική Ψυχολογία ή η Παιδoψυχoθεραπεία και όχι η λο¬γοθεραπεία. Ο λογοθεραπευτής όμως πρέπει να συμβάλλει και αυτός στην κοινωνική αποκατάσταση των παιδιών με γλωσσικό αρνητισμό. Φυσικά, η θεραπεία προσαρμόζεται στην περίπτωση του ολικού ή εκλεκτικού γλωσσικού αρνητισμού.
Το αναφέραμε και παραπάνω: παιδιά με μουτισμό σιωπούν. Δεν έχουν τη διάθεση ν’ απευθύνουν το λόγο σε κάποιον, γιατί εμποδίζο¬νται από κάποιο ψυχολογικό παράγοντα, που πρέπει να εξαλειφθεί.
Η θεραπεία, λοιπόν, δεν θα είχε κανένα νόημα εάν επιδίωκε να πα¬ροτρύνει τα παιδιά να μιλήσουν χωρίς να τα απελευθερώσει, πρώτα, από την ψυχολογική τους επιβάρυνση. Άλλωστε, η αποτελεσματικό¬τητα της θεραπείας εξαρτάται από την ευκαμψία-πλαστικότητα που αυτή παρουσιάζει, καθώς επίσης και από την παροχή εξατομικευμέ¬νης βοήθειας προς τα άτομα αυτά, ανάλογα με την ατομική περίπτω¬ση του καθενός.
Συχνά, σαν προϋπόθεση για μια πετυχημένη θεραπεία θεωρείται η αλλαγή του περιβάλλοντος στο οποίο ζει το παιδί. Βέβαια, μια τέτοια αλλαγή σίγουρα είναι κάτι πολύ θετικό. Όχι όμως πάντα, αφού δεν μπορούμε να παραβλέψουμε, ότι αλλαγή του περιβάλλοντος μπορεί να σημαίνει και ενίσχυση της αβεβαιότητας του παιδιού.
Αρχικά, παροτρύνει το παιδί να πει κάποιες μικρές λέξεις ή προ¬τάσεις στα πλαίσια ομαδικής θεραπείας με κάποιο παιχνίδι (όπως παιχνίδι ρόλων κ.ά.). Ο θεραπευτής, απ’ την πλευρά του, αντιδρά ψυχo¬λογικά, τόσο στις πρώτες γλωσσικές εξωτερικεύσεις του παιδιού, όσο και στη σιωπή του. Πολλές φορές τα ίδια τα παιδιά υποδεικνύουν τρό¬πους που τα βοηθούν να εκφραστούν.
Όπως διαπίστωσαν οι Ehrsam και Heese, τα παιδιά μιλούσαν ευ¬κολότερα όταν ήταν κάτω από το τραπέζι και δεν φαίνονταν ή ήταν πρόθυμα για μια τηλεφωνική συνομιλία, όταν βρίσκονταν μόνα τους στο δωμάτιο. Η φαντασία και η ευρηματικότητα του θεραπευτή παί¬ζει εδώ τον πρώτο ρόλο.
Σχετικά με τη θεραπεία υπάρχει και η αντίθετη άποψη, που προ¬τείνει να μη γίνεται καμιά προσπάθεια επέμβασης από μέρους των ει¬δικών για αποκατάσταση αυτής της διαταραχής, γιατί ο γλωσσικός αρνητισμός υποχωρεί μόνος του κατά την περίοδο της εφηβικής ηλι¬κίας. Η πρόταση όμως αυτή πρέπει να θεωρείται ως παρακινδυνευ¬μένη, γιατί στερώντας το παιδί από τη γλωσσική επικοινωνία, με τον καιρό, συσσωρεύονται πολλά προβλήματα στην κοινωνική συμπεριφορά του (Δράκος, 1998).

Ταχυλαλία

Η ταχυλαλία είναι μια διαταραχή της ροής του λόγου. Στην ταχυ¬λαλία η άρθρωση δεν είναι ευκρινής - καθαρή. Η ομιλία έχει ένα γρή¬γορο ρυθμό. Οι λέξεις προφέρονται βιαστικά, παραποιημένα και όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα, η ομιλία να μη γίνεται πλήρως κατανοητή και η επικοινωνία δύσκολη.
Ο Arnold τονίζει ότι στην περίπτωση της ταχυλαλίας ο λόγος είναι ορμητικός, βιαστικός και ακατανόητος.
Ο Luchsinger συμπληρώνει ότι στην ταχυλαλία λόγω της επί¬σπευσης - συντόμευσης της ομιλίας έχουμε ελλιπή, παραποιημένη, ακανόνιστη και ασαφή πρoφορά φθόγγων, συλλαβών και λέξεων.
Με την ταχυλαλία, εξάλλου, παρατηρείται το εξής φαινόμενο: ενώ η σκέψη τρέχει με ένα δικό της γρήγορο ρυθμό, η ομιλία δεν μπορεί να την παρακολουθήσει σ’ αυτό το ρυθμό. Ή με άλλα λόγια, στην ταχυ¬λαλία η σκέψη δεν προλαβαίνει να εκφραστεί με λόγια, πράγμα που έχει ως συνέπεια την εμφάνιση αυτής της διαταραχής.
Όμως οι επιπτώσεις της ταχυλαλίας στο άτομο δεν περιορίζονται μόνο στην απαγγελία - πρoφορά. Συχνά επεκτείνονται και στο γρα¬πτό λόγο, ο οποίος είναι δυνατό να παρουσιάζει έναν άστατο γραπτό λόγο με παραλείψεις γραμμάτων και παραποίηση λέξεων.
Η άρθρωση και η φώνηση παρουσιάζουν επίσης αποκλίσεις και συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια της ομιλίας έχουμε συχνές εισπνοές και ακατάστατο ρυθμό στην εκφώνηση των λέξεων και στα μεταξύ των λέξεων κενά.
Ας δούμε, όμως, τώρα τα συμπτώματα αυτής της γλωσσικής δυσ¬λειτουργίας, έτσι όπως τα περιγράφει ο Seeman (1974). Παρατηρού¬νται λοιπόν τα ακόλουθα:
. Επίσπευση στην πρoφορά μεγάλων λέξεων και προτάσεων. Με¬γάλες λέξεις και προτάσεις δεν προφέρονται ολόκληρες, αφενός για¬τί ο ρυθμός της ομιλίας είναι ταχύς και αφετέρου γιατί καταβάλλεται προσπάθεια να βρεθούν οι κατάλληλες λέξεις.
. Η επίσπευση στην προφορά οδηγεί στην παράλειψη συλλαβών ή στην επανάληψή τους, με συνεπακόλουθο την εμφάνιση χαρακτηρι¬στικών που παρατηρούνται στον τραυλισμό.
. Περιορισμένη χρήση συμφώνων και παραποιημένη προφορά φθόγγων. Ο λόγος είναι τόσο σύντομος, που δεν υπάρχει χρόνος για σύνθετη άρθρωση. Έτσι, οδηγούμαστε σε παράφραση συλλαβών, στις γνωστές παραρθρίες.


Αιτιολογία και διάγνωση της ταχυλαλίας

Ο West και οι συνεργάτες του θεωρούν την ταχυλαλία σαν μια πα¬ραλλαγή του τραυλισμού. Ενώ ο Arnold (1974) την περιγράφει ως αδυναμία που αφορά τη σωστή εκφραστική και αρθρωτική ικανότητα του ατόμου και οφείλεται σε εκ γενετής γλωσσική αδυναμία.
Ο Weiss (1964) από την πλευρά του κατονομάζει σαν αιτία αυτής της διαταραχής τη μη φυσιoλoγική λειτουργία των κεντρικών μηχανι¬σμών της γλώσσας.
Ο Liebman κάνει τη διάκριση ανάμεσα στην κινητικού και στην προληπτικού τύπου ταχυλαλία. Η πρώτη οφείλεται σε κιναισθητικές, σωματικές και κινητικές ανωμαλίες, ενώ η δεύτερη σε ακουστικές.
Ο Seeman (1974), εντοπίζει τις κινητικές ανωμαλίες που συνοδεύ¬ουν τα συμπτώματα της ταχυλαλίας και τις ανάγει σε διαταραχές του στριοπαλλιδικού συστήματος.
Η Knura (Handbuch) αναφέρει συμπερασματικά ως αιτίες της ταχυλαλίας τις πρώιμες κεντρικές βλάβες, καθώς επίσης και την επίδραση φυσικών παραγόντων.
Ο Liebman, στον οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως, ισχυρίζε¬ται ακόμη, ότι στην περίπτωση ταχυλαλίας συνυπάρχουν και χαρακτη¬ριστικά στοιχεία άλλων διαταραχών, των οποίων η διάγνωση είναι δύ¬σκολη μεν, αλλά απαραίτητη για την εφαρμoγή της σωστής θεραπείας.
Τέλος, ο Luchsinger (1963), προτείνει να υπάρχει η διάκριση της ταχυλαλίας από την «καθαρή ταχυλαλία», η οποία δεν αποτελεί γλωσ¬σική διαταραχή αλλά είναι ένα χαρακτηριστικό που το έχουν πολλοί άνθρωποι και συνίσταται στη γρήγορη-ρέουσα και χωρίς εμπόδια ομιλία.
Ας σημειωθεί ότι κατά τη διαδικασία της διάγνωσης πρέπει να διαφοροποιηθεί η ταχυλαλία από τον τραυλισμό και από άλλες δυσαρθρικές διαταραχές. Και ακόμη, ότι η διάκριση μεταξύ ατόμων που πά¬σχουν από τραυλισμό ή ταχυλαλία είναι δύσκολη, όταν βασίζεται στα συνακόλουθα χαρακτηριστικά που έχουν οι δύο αυτές κατηγορίες, όπως π.χ. στην ταχυλαλία εμφανίζεται επιθετικότητα, ενώ στον τραυ¬λισμό δειλία, επιθετικότητα, φόβος κ.ο.κ.
Σκιαγραφώντας, ο Lettmayer, την προσωπικότητα του ατόμου με ταχυλαλία, ισχυρίζεται ότι πρόκειται για άτομα απότομα, άστατα, που τα διακρίνει η επιπολαιότητα και τα χαρακτηρίζει η αφηρημάδα. Λόγω της μειωμένης προσοχής και συγκέντρωσης, τα ακουστικά ερεθίσματα δεν εντυπώνονται. Επίσης, κατά τη διάρκεια του λόγου δεν πραγματοποιείται μια προηγούμενη εσωτερική σύλληψη του λό¬γου, όπως συμβαίνει στους κανονικούς ομιλητές, με αποτέλεσμα η προσπάθεια για συνεχή λόγο να επισπεύδει το ρυθμό ομιλίας και συ¬νέπεια αυτού είναι να έχουμε ταχυλαλία.
Ο Weib, επίσης, μας πληροφορεί ότι αυτό το άτομο δεν σκέφτεται με συγκεκριμένες λέξεις, αλλά αφηρημένα. Η διαταραχή αυτή της ομιλίας έχει αντίκτυπο και στις κινήσεις του σώματός του, οι οποίες είναι απότομες, βιαστικές, χωρίς ρυθμό. Είναι δυσκίνητο άτομο στις χορευτικές φιγούρες και στις γυμναστικές ασκήσεις. Κατά κανόνα, ο ίδιος είναι ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Δεν συνειδητοποιεί τα λάθη του, αλλά δείχνει ευαισθησία στα λά¬θη των άλλων. Δεν ανέχεται καμιά κριτική και είναι ευερέθιστος και οξύθυμος.
Αν και ποικίλλει η συμπεριφορά του, τις περισσότερες φορές είναι κακός ακροατής χωρίς αυτοκυριαρχία και δύσκολα παραδέχεται ότι έχει πρόβλημα, ενώ προσπαθεί να επιβάλλεται και να επικρατεί σ’ ένα σύνολο.

Η θεραπεία που ακολουθείται γι’ αυτά τα άτομα είναι ένας συν¬δυασμός παιδαγωγικών και ψυχολογικών ασκήσεων και στοχεύει στην υιοθέτηση ενός νέου τρόπου ομιλίας με ταυτόχρονη ενίσχυση του ακουστικού ελέγχου από τον ίδιο τον πάσχοντα.
Εξετάζεται, επίσης, ο γραπτός λόγος του, για να βρεθούν πιθανές δυσκολίες και προβλήματα, χωρίς να παραβλέπονται και οι ψυχολο¬γικές-κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες αυτό ζει.
Η θεραπευτική προσέγγιση των ατόμων αυτών παρουσιάζει δυ¬σκολίες, γιατί τα ίδια δεν έχουν συνειδητοποιήσει το βιαστικό τρόπο της ομιλίας τους και δεν υποφέρουν από συναισθήματα κατωτερότη¬τας. Αντίθετα, πολλές φορές, εάν τυχαίνει να είναι και ευφυή, παρου¬σιάζονται με συναισθήματα ανωτερότητας.
Έτσι, λείπει από τέτοια άτομα το κίνητρο για αυτοβελτίωση που θα τους επέτρεπε να εργαστούν προς την κατεύθυνση της καλλιέρ¬γειας της αυτοκυριαρχίας τους.
Είναι, λοιπόν, έργο του θεραπευτή η ευαισθητοποίηση αυτού του ατόμου, ώστε να κατανοήσει το ίδιο τη δυσαρμονία της συμπεριφοράς του, να εξασκήσει τον αυτοέλεγχό του και να επιβληθεί στον εαυτό του.
Στην περίπτωση της διαταραχής αυτής εφαρμόζεται μια εκπαίδευ¬ση με γυμναστική - μουσική - ρυθμική και μουσικορυθμική. Η θερα¬πευτική αγωγή που βασίζεται στη γυμναστική μαθαίνει σ’ αυτό το άτο¬μο να κυριαρχεί στο σώμα του.
Ο Seeman υποστηρίζει ότι η εκμάθηση ενός ρυθμού από τα άτομα αυτά, τα βοηθά να καλλιεργήσουν την αυτοκυριαρχία τους. Η μουσι¬κή τους εκπαίδευση ολοκληρώνεται με το τραγούδι, που είναι μια κα¬λή άσκηση για την αναπνοή και τη φωνή και βοηθά επίσης στη ρυθμι¬κή ομιλία.
Στη συνέχεια, ο θεραπευτής χρησιμοποιεί μαγνητόφωνo για να κα¬ταγράψει μια συνομιλία αυτού του ατόμου, με σκοπό να συνειδητο¬ποιήσει αυτό το ίδιο τον τρόπο που μιλά, αλλά και να ευαισθητοποιη¬θεί παραπέρα, ώστε να ελέγχει το ίδιο την ομιλία του. Εξασκείται στο να δείχνει κατανόηση στον ειρμό της σκέψης των συνανθρώπων του, ώστε να γίνει τελικά ένας σωστός ακροατής.
Οι ασκήσεις ακρόασης μπορούν να λάβουν ποικίλες διδακτικές μορφές, π.χ. ακούω το συνομιλητή και κρατάω σημειώσεις. Στη συνέ¬χεια, ο θεραπευτής ελέγχει με σχολαστικότητα το περιεχόμενο αυτών των σημειώσεων και ιδιαίτερα της κατανόησης.
Με ερωτήσεις επιμένει στον τύπο, ενώ επαναλαμβάνει συνεχώς θε¬ραπευτικές συμπεριφορές που βοηθούν τη λειτουργία της προσοχής.
Το επόμενο βήμα του θεραπευτή είναι να οδηγήσει αυτό το άτομο πρώτα να σκέπτεται και μετά να μιλά. Εκτός από τις ασκήσεις που έχουν σκοπό την ενίσχυση της προσοχής και της συγκέντρωσης, εφαρμόζονται και ασκήσεις που επιτρέπουν τη συμμετοχή όλων των αισθήσεων και ταυτόχρονα κάνουν χρήση και των λεπτών κινήσεων των χεριών.
Η Κreixner Friederike προτείνει θεραπεία με εικόνες σε δύο μορ¬φές:
Εικόνες ανεξάρτητες η μία από την άλλη, που το παιδί καλείται να περιγράψει.
Εικόνες που έχουν νοηματική συνέχεια μεταξύ τους. Αυτές απο¬καλύπτονται μία-μία στο παιδί, που πρέπει για την καθεμία να κάνει ένα σχόλιο και να τις συνδυάσει κατάλληλα, ώστε να δημιουργήσει μια ιστορία.
Οι ασκήσεις, όμως, αυτές μπορούν να ακολουθήσουν και μια άλ¬λη μορφή: το παιδί από μια σειρά εικόνων που έχει μπροστά του τρα¬βάει δύο που να έχουν σχέση μεταξύ τους, όπως για παράδειγμα μία που απεικονίζει ένα μήλο και μία που απεικονίζει ένα καλάθι, και σχηματίζει απλές προτάσεις, π.χ. βάζω το μήλο στο καλάθι.
Ο θεραπευτής μπορεί, επίσης, δίνοντας απλές σειρές εικόνων να προκαλεί συζήτηση με απλές ερωτήσεις του τύπου:
. ποιος παίζει;
. με ποιον παίζει; κ.λπ.
Ο λόγος του παιδιού μπορεί ταυτόχρονα να συνοδεύεται από ρυθ¬μικές κινήσεις: παλαμάκια, χτυπήματα ή ρυθμικές κινήσεις των πο¬διών. Αυτή η περιγραφή των εικόνων από το παιδί βοηθά στην ελεύθερη διήγηση, στον τελικό δηλαδή στόχο της θεραπείας, και πρέπει να προ¬σφέρονται πολλές ευκαιρίες στο παιδί για ελεύθερη διήγηση.
Συχνά τα άτομα με ταχυλαλία παρουσιάζουν ελαφριάς μoρφής δυσ¬γραμματισμό και τραυλισμό.
Δεν πρέπει, επίσης, ν’ αγνοούνται και άλλες πιθανές διαταραχές που να συνοδεύουν την ταχυλαλία, όπως καλή ορθογραφία, δυσκο¬λίες έκφρασης στις εκθέσεις κ.ά (Δράκος, 1998).

Σιγματισμός

Με τον όρο σιγματισμός ή ψελλισμός χαρακτηρίζεται ο ελλιπής σχηματισμός του «σ». Μερικοί επιστήμονες αναφέρονται όχι μόνο στο «σ» αλλά και στα συριστικά. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε πως με τη φωνητική προσέγγιση επιτυγχάνεται ο σωστός σχηματισμός του «σ». Πρέπει να τηρούνται ορισμένες προϋποθέσεις για την προ¬φορά του «σ», που θα αναφέρουμε στη θεραπευτική προσέγγιση.
Ως αιτίες εμφανίζoνται ακουστικές βλάβες στις υψηλές συχνότητες και γι’ αυτό πρέπει να εξετάζεται η ακουστική ικανότητα του ατόμου.
Οι Taummer, Vanriper και Irwin διαπίστωσαν σε δυσλαλικούς με σιγματισμό κυρίως μέτριες ακουστικές βλάβες περισσότερες από τους κανονικά ομιλούντες. Ο Krichler σε 43,4% μαθητών με δυσλαλία εντόπισε ακουστικές βλάβες που δεν είχαν εντοπισθεί. Στις αιτίες του σιγ¬ματισμού επίσης ανήκουν ανωμαλίες της σιαγόνας και της οδοντο¬στοιχίας.
Οι συχνότεροι σιγματισμοί που συναντάμε είναι: Δια μέσου των οδόντων π.χ. αντί Σπύρος – «Θπύροθ».
Σιγματισμός: Η κoρυφή της γλώσσας βρίσκεται ανάμεσα στα δόντια. Αυτό δημιουργεί μείωση της συχνότητας, γιατί ο αέρας δεν εξέρχεται από τη σωστή θέ¬ση. Ο λανθασμένος σχηματισμός αναγνωρίζεται τόσο οπτικά όσο και ακουστικά. Ανάμεσα από τα δόντια σχηματίζονται και άλλοι φθόγ¬γοι, όπως «ντ», «τ», «λ», «κ». Το αποτέλεσμα του σιγματισμού είναι μια οδοντική χροιά κατά την προφορά.
Είναι ο πιο συνηθισμένος σιγματισμός. Πρέπει βέβαια να γίνει δια¬χωρισμός του από τις συνηθισμένες γλωσσικές αδεξιότητες που πα¬ρατηρούνται στα πλαίσια της παιδικής γλωσσικής εξέλιξης κατά το 2ο και 3ο έτος και οφείλονται σε μη ωρίμανση - εξέλιξη της γλωσσι¬κής δυνατότητας.
Σιγματισμός πλευρικός ή αμφίπλευρος: Ο αέρας εκ¬πνοής δεν κατευθύνεται προς τα εμπρός αλλά μονόπλευρα προς τα δε¬ξιά,- αριστερά ή και από τις δύο πλευρές. Αυτό δημιουργείται από λαν¬θασμένη θέση της γλώσσας. Προκύπτει ένας ασυνήθιστος ρουφηχτός συριστικός φθόγγος. Ανάλογα με την κατεύθυνση του αέρα παρατη¬ρείται και ένα τράβηγμα του στόματος προς τη δεξιά πλευρά.
Σιγματισμός προ των οδόντων: Κατά το «σ» αυτό η γλώσσα πιέζεται στα επάνω δόντια. Ο αέρας βγαίνει σαν ριπή. Η συχνότητά του είναι χαμηλή και ο σιγματισμός αυτός εξωτερικεύεται σαν ένας τρόπος ομιλίας πολύ κοπιαστικός (Δράκος, 1998).

Σχόλια

Ο χρήστης Valia είπε…
Ονομάζομαι Βάλια Χατζήπαπα και είμαι λογοθεραπεύτρια στο επάγγελμα. Βρήκα τυχαία το blog ψάχνοντας σχετικές πληροφορίες. Θα ήθελα να σας συγχαρώ για την πολύ καλη δουλειά σας.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ

Διαγνωστικά Εργαλεία Για Εκπαιδευτικούς

Η χρήση του Facebook στην Ελλάδα