Κοινωνικός Αποκλεισμός

Ευστράτιος Παπάνης, Παναγιώτης Γιαβρίμης, Μυρσίνη Ρουμελιώτου

Tο δέκατο ένατο αιώνα ο εκσυγχρονισμός και η εκβιομηχάνιση κα-τέληξαν σε ένα νέο είδος φτώχειας, που επέφερε σημαντικές αλλαγές στην εργατική τάξη. Οι κοινωνικές εντάσεις άρχισαν να απειλούν την κοινωνική τάξη, ενώ άρχισαν να θεσμοθετούνται νέα μέτρα, όπως η εργοστασιακή νομοθεσία, η κοινωνική ασφάλιση και η θεσμοθέτηση των βιομηχανικών σχέσεων, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι εν λόγω κοινωνικές εντάσεις. Τα μέτρα αυτά αποτέλεσαν τις αρχές της ίδρυσης του κράτους πρόνοιας. O όρος κοινωνικός αποκλεισμός χρησιμοποιήθηκε στην αρχή της δεκαετίας του 70 για να αναφερθεί στα άτομα εκείνα που δεν προστατεύονταν από το κράτος πρόνοιας και θεωρούνταν κοινωνικά παρείσακτα. Οι κοινωνικά α-ποκλεισμένοι αποτελούσαν τα άτομα με βιολογικές και ψυχολογικές ανα-πηρίες, τους ηλικιωμένους, τους χρήστες ναρκωτικών, τους εγκληματίες, τους αυτοκτονικούς κτλ.
Στις δεκαετίες του ’70 και ’80, η παγκοσμιοποίηση και η νέα τάση προς την ιδιωτικοποίηση και τη μείωση παροχής των κρατικών υπηρεσιών, καθώς και η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας οδήγησαν σε αύξηση της μακροχρόνιας ανεργίας, καθώς και αστάθεια των κοινωνικών σχέσεων. Αναγνωρίστηκε ότι η απασχόληση δεν σχετιζόταν μόνο με το εισόδημα, αλλά και με την απόκτηση κοινωνικών δικτύων και με την αίσθηση της αυταξίας. Οι άνεργοι αποκλείονταν από τη συμμετοχή στις φυσιολογικές δραστηριότητες της κοινωνίας.
Κοινωνικός αποκλεισμός είναι η συσσώρευση αθροιστικών διαδι-κασιών με διαδοχικές ανακολουθίες του οικονομικού, του πολιτικού και κοινωνικού ιστού, που απομακρύνουν σταδιακά άτομα, ομάδες, κοινότητες και περιοχές οδηγώντας τα σε δυσμενή θέση σε σύγκριση με τα κέντρα ε-ξουσίας, τους πόρους και τις επικρατούσες αξίες.
Το Παρατηρητήριο των Ευρωπαϊκών Επιτροπών για τις Εθνικές Πολιτικές συνδέει τον κοινωνικό αποκλεισμό με τα κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών, με ένα συγκεκριμένο βασικό βιοτικό επίπεδο και με τη συμ-μετοχή σε σημαντικές κοινωνικές και επαγγελματικές ευκαιρίες της κοινω-νίας.
Το Κέντρο Ανάλυσης του Κοινωνικού Αποκλεισμού στη Μ. Βρε-τανία κάνει διαχωρισμό ανάμεσα στον εκούσιο και ακούσιο αποκλεισμό (Βurchardt et al., 1999). Διάφοροι μελετητές έχουν κατά καιρούς ορίσει τον κοινωνικό αποκλεισμό:
Ο Le Grand θεωρεί ότι ένα άτομο είναι κοινωνικά αποκλεισμένο, εάν α) είναι κάτοικος μίας περιοχής, αλλά β) για λόγους που είναι πέρα από τον έλεγχό του δεν μπορεί να συμμετέχει στις συνήθεις δραστηριότητες της συγκεκριμένης κοινωνίας, αν και γ) θα ήθελε να συμμετέχει.
Ο Βarry (1998) περιόρισε τον παραπάνω ορισμό, υποστηρίζοντας ότι, αν και συχνά ορισμένα άτομα ή ομάδες εθελουσίως προκρίνουν να μη συμμετέχουν, εντούτοις η απόφαση αυτή είναι αποκύημα μιας λανθάνου-σας εντύπωσης ότι η συμμετοχή τους δεν θα εκτιμηθεί από τους υπόλοι-πους ανθρώπους. Επομένως, αποκλεισμός υφίσταται μόνο, εάν η κοινωνία πραγματικά αρνείται τη συμμετοχή.
Ο Amartia Sen διευρύνει την έννοια της φτώχειας εισάγοντας την έννοια της δυνατότητας. Συνδυάζει την έλλειψη εισοδημάτων με απουσία δυνατοτήτων να αποκτήσει ένα άτομο εισοδήματα ή να συμμετάσχει σε δραστηριότητες, που θα του προσφέρουν δυνατότητες για κοινωνική ενσω-μάτωση.
Ο Burchardt (2000) υποστηρίζει ότι ένα άτομο είναι κοινωνικά α-ποκλεισμένο, εάν δεν συμμετέχει σε λογικό βαθμό σε συγκεκριμένες δρα-στηριότητες της κοινότητάς του και αυτό οφείλεται σε αίτια που είναι πέρα από τον έλεγχό του, αν και θα ήθελε να συμμετέχει. Σε σχετική εμπειρική έρευνα, οι Burchardt et al. διέγνωσαν πέντε είδη δραστηριοτήτων, στις ο-ποίες οφείλει να συμμετέχει κάθε άτομο: στην κατανάλωση, στην αποταμί-ευση, στην παραγωγή, στην πολιτική δραστηριοποίηση και στην κοινωνική δράση.
Ο Atkinson (1998) προτείνει κάποιες διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού. Συγκεκριμένα θεωρεί ότι πρόκειται για έναν πολυδιάστατο όρο – ο κοινωνικός αποκλεισμός περιλαμβάνει πολύ περισσότερες πτυχές από μια απλή χρηματοοικονομική θεώρηση. Ο αποκλεισμός μπορεί να πε-ριγραφεί καλύτερα, όταν συμπεριληφθούν όλες οι διαστάσεις αυτές και κυρίως οι σχέσεις μεταξύ τους. Είναι έννοια αλληλεπιδραστική – παραδο-σιακά ο κοινωνικός αποκλεισμός αναφερόταν ως κατάσταση, που περιέ-γραφε την απομόνωση των νοικοκυριών και την ανικανότητα πρόσβασής τους σε πόρους. Σταδιακά όμως έγινε αντιληπτό ότι μια τέτοια ατομικιστι-κή προσέγγιση δεν λάμβανε υπόψη την αδυναμία της κοινότητας να παρά-σχει επιλογές και δυνατότητες στα νοικοκυριά που κινδύνευαν. Η Αγγλο-σαξονική Σχολή, επηρεασμένη από το φιλελευθερισμό, θεωρεί ότι η φτώ-χεια είναι αποτέλεσμα ατομικής ευθύνης και μέλημα της κοινωνικής πολι-τικής είναι να δώσει ίσες ευκαιρίες στον κάθε πολίτη, για να επιβιώσει σε μια ανταγωνιστική κοινωνία. Αντίθετα, η Γαλλική Σχολή θεωρεί ότι ο κοι-νωνικός αποκλεισμός είναι η διαδικασία απόσπασης από την κοινωνική ιεραρχία και σκοπός της κοινωνικής πολιτικής είναι η κοινωνική ενσωμά-τωση.
Ο κοινωνικός αποκλεισμός βασίζεται στη σχετικότητα (relativity) – την ιδέα ότι ο αποκλεισμός μπορεί να διαγνωσθεί συγκρίνοντας τις συνθή-κες μερικών ατόμων (ή ομάδων) σε σχέση με άλλα σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Οι άνθρωποι μπορεί ακόμα να αποκλείονται από τη δράση ορι-σμένων φορέων. Τα χαρακτηριστικά του αποκλεισμού μπορεί να γίνουν εμφανή μόνο με την πάροδο του χρόνου, ως μια συσσωρευμένη αντίδραση. Έμφαση δίνεται όχι μόνο στα αποτελέσματα της φτώχειας και στις πιθανό-τητές της, αλλά και στην έλλειψη προοπτικών για το μέλλον. Ο κοινωνικός αποκλεισμός νοείται ως διαδικασία και όχι ως στατικό αποτέλεσμα. Έμφα-ση επομένως δίνεται στην άρση των αιτίων του και όχι στην ενίσχυση ορι-σμένων κοινωνικών ομάδων. Η έρευνα πρέπει να αποτυπώνει τις διεξόδους από τη φτώχεια και τις αιτίες που οδηγούν σε αυτή.
Οι Χτούρης, Ζήση, Παπάνης και Ρόντος (2004) προτείνουν την α-ναγνώριση των σύνθετων (ανταγωνιστικών) διαδικασιών, στις οποίες ε-γκλωβίζεται το άτομο στη διάρκεια της κοινωνικοποίησής του, της εκπαι-δευτικής διαδικασίας ή της ενσωμάτωσής του στην αγορά εργασίας. Οι δι-αδικασίες αυτές έχουν σχέση με: α) τις αντιθέσεις ανάμεσα στην προσπά-θεια κοινωνικής ανέλιξης της συνολικής οικογένειας και τις ατομικές προ-σπάθειες, β) την αντίθεση ανάμεσα στην οικογενειακή οργάνωση παραγω-γής και την αδιαφάνεια του τραπεζικού συστήματος, την έλλειψη υποδο-μών και την απουσία συστημάτων στήριξης των επιχειρήσεων, γ) τις δυ-σκολίες πρόσβασης και επικοινωνίας, της εσωστρέφειας του οικογενειακού θεσμού, δ) την αντίθεση ανάμεσα στις δυσλειτουργίες των δημόσιων θε-σμών και την ισχυρή παρεμβατική τους λειτουργία, καθώς και το συγκε-ντρωτικό τρόπο οργάνωσης.
Σύμφωνα με τον Levitas (1999), υπάρχουν τρεις προσεγγίσεις του κοινωνικού αποκλεισμού:
α) η ολιστική προσέγγιση (integrationist), κατά την οποία η απα-σχόληση θεωρείται ως η βασική δύναμη ενσωμάτωσης μέσω του εισοδή-ματος, της αίσθησης ταυτότητας και αυταξίας, που προσφέρει η εργασία, και των δικτύων.
β) η προσέγγιση της φτώχειας (poverty), κατά την οποία τα αίτια του αποκλεισμού συσχετίζονται με χαμηλό εισόδημα και την έλλειψη υλι-κών πόρων.
γ) η προσέγγιση των χαμηλών στρωμάτων (underclass), η οποία θεωρεί ότι οι αποκλεισμένοι παρεκκλίνουν από τις ηθικές και πολιτισμικές νόρμες της κοινωνίας, χαρακτηρίζονται από μία «κουλτούρα φτώχειας» ή «εξάρτησης» και ευθύνονται για την κατάσταση φτώχειας, στην οποία βρί-σκονται, καθώς και τη μετάδοσή της από γενιά σε γενιά.
Σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνική Ενσωμά-τωση (ΕΣΔΕΝ), ως κοινωνικά αποκλεισμένοι θεωρούνται: α) οι δικαιούχοι ΕΚΑΣ, β) οι υπερήλικες ανασφάλιστοι, γ) οι ανάπηροι, δ) οι πολύτεκνοι χαμηλών εισοδημάτων, ε) οι τσιγγάνοι, στ) οι μειονοτικές ομάδες, ζ) οι ά-νεργοι με ιδιαίτερα προβλήματα και η) κάθε άλλη κοινωνική ομάδα που στη φάση ανάπτυξης των κοινωνικοασφαλιστικών δομών δεν είχε γεωγρα-φικά, θεσμικά και χρονικά τη δυνατότητα κοινωνικής ενσωμάτωσης.
Οι προϋποθέσεις άσκησης επιτυχούς κοινωνικής πολιτικής είναι: η επαρκής χρηματοδότηση, οι διαρθρωτικές αλλαγές, η καινοτομία, οι στο-χευμένες παρεμβάσεις και οι υπηρεσίες υψηλής ποιοτικής στάθμης.
Οι βασικότεροι δείκτες κοινωνικού αποκλεισμού φαίνονται στον πίνακα 1.

Οι δείκτες κοινωνικού αποκλεισμού μπορούν να κατανεμηθούν με δύο τρόπους: είτε ανάλογα με τους τομείς από τους οποίους αποκλείονται τα άτομα ή οι ομάδες (κάθετος αποκλεισμός) είτε αναφορικά με τη μορφο-λογία και διάρθρωση της κοινωνίας, δηλαδή με τις λεγόμενες «ευάλωτες ομάδες» (οριζόντιος αποκλεισμός):
1) παιδιά – νέοι – ηλικιωμένοι (ηλικιακές κατηγορίες)
2) γυναίκες (φύλο)
3) Άτομα εκτός εκπαιδευτικής διαδικασίας
4) Α.μ.Ε.Α.
5) εθνικές μειονότητες
6) μετανάστες/παλιννοστούντες
7) μονογονεϊκές οικογένειες
8) κάτοικοι υπαίθρου – γεωγραφικά αποκλεισμένοι
9) άνεργοι
10) τσιγγάνοι
11) ανήλικοι παραβάτες

Β.1.1 Ανάλυση βασικών δεικτών κοινωνικού αποκλεισμού

Χαμηλό εισόδημα
Το χαμηλό εισόδημα είναι ο κυριότερος δείκτης κοινωνικού απο-κλεισμού, καθώς συνδέεται με μικρό προσδόκιμο μέσο όρο ζωής, έλλειψη συμμετοχής στα κοινωνικά δρώμενα, περιθωριοποίηση και αποκλεισμό από την πλειονότητα των παροχών. Πέρα από τα όρια φτώχειας, που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι μελλοντικοί δείκτες πρέπει να καταγράφουν την εμμονή σε επίπεδα χαμηλού εισοδήματος και τη χρονική διάρκεια πα-ραμονής σε αυτήν την κατάσταση, την πιθανότητα εξόδου από τις χαμηλές εισοδηματικές τάξεις, την προσωπική εκτίμηση των πολιτών για τις οικο-νομικές τους δυσκολίες, τον αριθμό των ατόμων που βασίζουν την επιβίω-σή τους σε επιδόματα και τη γεωγραφική κατανομή της φτώχειας.
Ο ορισμός του Townsend για τη φτώχεια αναφέρεται σε άτομα, οι-κογένειες και ομάδες που δεν διαθέτουν τους πόρους, για να ακολουθήσουν έναν τρόπο διαβίωσης, δεν δύνανται να συμμετέχουν σε δραστηριότητες μιας κοινότητας και δεν διαθέτουν τις συνθήκες διαβίωσης και τις ανέσεις που είναι συνηθισμένες ή εγκρίνονται από τις κοινότητες. Οι πόροι τους είναι κάτω του ορίου που θεωρείται μέσος όρος. (Townsend, 1979).
Σύμφωνα με το ΕΣΔΕΝ, οι ηλικιωμένοι είναι η ομάδα με τη μεγα-λύτερη οικονομική επισφάλεια.
Η οικονομική ανάπτυξη μπορεί να αποτελεί απαραίτητη προϋπόθε-ση για την παρεμπόδιση και την αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλει-σμού, αλλά ορισμένα είδη οικονομικής ανάπτυξης μπορούν να προκαλέ-σουν αποκλεισμό, όταν τα οφέλη της μονοπωλούνται από συγκεκριμένες ομάδες.
Η κοινωνική ενσωμάτωση και ευημερία αναφέρεται στη δυνατότη-τα των πολιτών να εκδηλώνουν πλήρως τις δυνατότητές τους στον επαγ-γελματικό τομέα. Ο αποκλεισμός από την αγορά εργασίας, η υποαπασχό-ληση και η ανεργία μπορεί να έχουν αρνητικές συνέπειες στη φυσική και ψυχολογική υγεία. Ευάλωτες ομάδες υπό αυτήν την έννοια είναι οι μόνοι γονείς, τα άτομα με αναπηρίες, οι άνεργοι άνω των 45 ετών, οι νεοεισερχό-μενοι στον επαγγελματικό στίβο κτλ. Οι δείκτες που χρησιμοποιούνται εί-ναι το ποσοστό των ατόμων σε ηλικία για εργασία που είναι αποκλεισμένα από αυτήν, οι μακροχρόνια άνεργοι, οι χαμηλόμισθοι. Οι μελλοντικοί δεί-κτες οφείλουν να καταγράψουν το ποσοστό των νοικοκυριών, στα οποία δεν εργάζεται κανείς.
Η ελλιπής εκπαίδευση είναι αιτία κοινωνικού αποκλεισμού και ο καλύτερος τρόπος αποφυγής του είναι η πρόσβαση στην ποιοτική εκπαί-δευση. Τα κοινωνικώς αποκλεισμένα άτομα στερούνται των βασικών εφο-δίων ζωής, όπως τον αριθμητικό και γλωσσικό γραμματισμό, τις κοινωνι-κές δεξιότητες και την ικανότητα επικοινωνίας. Οι πολίτες που αποκλείο-νται ή εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο δεν έχουν την ευκαιρία να απο-κτήσουν εξειδικευμένη γνώση και αυτοεκτίμηση και αδυνατούν να νοή-σουν τον εαυτό τους ως κοινωνικά ενταγμένο. Οι συνηθέστεροι δείκτες είναι το ποσοστό των απουσιών από το σχολείο, το ποσοστό των μαθητών που δεν ολοκληρώνουν την υποχρεωτική εκπαίδευση, το ποσοστό των ερ-γαζομένων χωρίς τυπικά προσόντα. Οι μελλοντικοί δείκτες πρέπει να κατα-γράψουν την επαγγελματική και κοινωνική πορεία των ατόμων που έχουν εγκαταλείψει την εκπαίδευση και τη δυνατότητα κατάρτισης και δια βίου εκπαίδευσης.
Σύμφωνα με τον Bourdieu (1986) βαρύνοντα ρόλο διαδραματίζει το πολιτισμικό κεφάλαιο: Η κοινωνικοποίηση ορισμένων ανθρώπων τους ωθεί να ενσωματώνουν αξίες, που τους επιτρέπουν να εκτιμούν τον «ανώ-τερο πολιτισμό», π.χ. την κλασική μουσική. Ο Bourdieu πιστεύει ότι η προτίμηση αυτή δεν οφείλεται στο προσωπικό γούστο. Αυτό το είδος κουλ-τούρας απαντάται σε μουσεία, θέατρα, γκαλερί και διδάσκεται σε ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ο Bourdieu επίσης θεωρεί ότι η εκτίμηση του ανώ-τερου πολιτισμού συνεπάγεται την υποτίμηση λαϊκών μορφών πολιτισμού. Η ανώτερη κουλτούρα έχει να κάνει με την αφαίρεση και επομένως με τις απαιτήσεις του εκπαιδευτικού συστήματος. Τα άτομα που προτιμούν την ανώτερη κουλτούρα εκπαιδεύονται στη χρήση συμβολικών συστημάτων και, άρα, επιτυγχάνουν υψηλότερες αποδόσεις στην εκπαίδευση. Εν συνε-χεία, καταλαμβάνουν καλύτερα επαγγέλματα και ανελίσσονται οικονομικά και κοινωνικά.
Ο Bernstein (1989) απέδειξε ότι το σχολείο είναι φορέας ενός κοι-νωνιογλωσσικού κώδικα, που βοηθάει τα άτομα να εξελιχθούν κοινωνικά. Μελέτησε τις διαφορές στη γλώσσα των ατόμων, που προέρχονταν από διαφορετικές τάξεις και διαπίστωσε διαφορές στους γλωσσικούς κώδικές. Τα μέλη των ανώτερων τάξεων χρησιμοποιούσαν έναν επεξεργασμένο γλωσσικό κώδικα, σε αντίθεση με τα μέλη των κατώτερων εργατικών στρωμάτων, των οποίων ο κώδικας ήταν περιορισμένος.

Περίθαλψη
Ο τομέας της υγειονομικής περίθαλψης είναι ο καθρέπτης του κοι-νωνικού κράτους και πεδίο, όπου μπορεί να διαφανεί η ένταση του κοινω-νικού αποκλεισμού. Η παραοικονομία στο χώρο της υγείας και η συγκρου-σιακή σχέση των υπηρεσιών κράτους και ιδιωτικού τομέα είναι εμπόδια στην ισότιμη πρόσβαση και αναπαράγουν τις κοινωνικές ανισότητες. Ως μέτρα προτείνονται η ποιοτική αναβάθμιση των υπηρεσιών και η πρόσβα-ση σε αυτές, ασχέτως γεωγραφικής ή οικονομικής θέσεως.

Στέγαση
Η έλλειψη στέγης ή η κακή ποιότητα στέγασης είναι άλλος ένας δείκτης κοινωνικού αποκλεισμού, που επηρεάζει την ατομική και οικογε-νειακή υγεία, την ανάπτυξη των παιδιών. Δείκτες στέγασης περιλαμβάνουν το ποσοστό των αστέγων, το ποσοστό των νοικοκυριών σε πυκνοκατοικη-μένες περιοχές, τις ομάδες υψηλού κινδύνου, όσον αφορά την απώλεια της στέγης. Άλλοι παρεμφερείς δείκτες περιλαμβάνουν την έλλειψη θέρμανσης και την αδυναμία επισκευής των σπιτιών.
Η ιδιοκατοίκηση είναι κανόνας στην ύπαιθρο, ενώ στις πόλεις υψη-λότερο ποσοστό επισφάλειας παρουσιάζουν οι ενοικιαστές, για τους οποί-ους η στέγαση και οι συνθήκες κατοικίας είναι θέμα αιχμής και σημαντικό-τατος προσδιοριστικός παράγοντας του κινδύνου αποκλεισμού.

Κοινωνική Ασφάλιση
Η κοινωνική υποστήριξη περιλαμβάνει την κοινωνική αρωγή (για την εξάλειψη της φτώχειας) και την κοινωνική ασφάλιση. Η κοινωνική α-σφάλεια βασίζεται σε ένα θεσμικό κράτος και σε μία καλά οργανωμένη αγορά εργασίας (Wood, 2001). Απαιτείται η σύσταση οργανωμένων και ρυθμιστικών οικονομικών αγορών, για την υποστήριξη τομέων που αφο-ρούν την αποταμίευση, τις συντάξεις και την ασφάλιση. Παρόλα αυτά, στις αναπτυγμένες χώρες, η κοινωνική ασφάλεια δεν αποτελεί μόνο μέριμνα του Κράτους, αλλά περιλαμβάνει και τη δραστηριοποίηση των δημόσιων, των μη κυβερνητικών οργανισμών και των κοινωνικοπολιτικών και αν-θρωπιστικών ιδρυμάτων (Ahmad et al., 1991). Η επιτυχής κοινωνική α-σφάλεια δεν πρέπει να κρίνεται με βάση τα μέσα που παρέχει, αλλά με βά-ση την επίδραση που έχει στη ζωή των πολιτών και τις δυνατότητες που τους παρέχει.
Παράλληλα με τον κοινωνικό αποκλεισμό, γίνεται λόγος και για πολιτισμικό αποκλεισμό στην περίπτωση που τα άτομα αποκλείονται από τη συμμετοχή τους σε συγκεκριμένα κοινωνικά δίκτυα (Figueroa et al., 1996).
Η αναθεώρηση του Συντάγματος θεσμοθέτησε το κοινωνικό κρά-τος. «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνι-κού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους». Ενισχύεται το περιεχόμενο των κοινωνικών δικαι-ωμάτων και η ευχέρεια του νομοθέτη και της διοίκησης για την ενίσχυση της παρεχόμενης κοινωνικής προστασίας.
Η πρόσβαση στις κοινωνικές υπηρεσίες είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς ορίζεται και από το Σύνταγμα σχετικά με τα κοινωνικά δικαιώματα του πολίτη. Όλοι οι πολίτες έχουν ισότιμη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και φροντίδας.

Συμμετοχικότητα
Η συμμετοχικότητα είναι άλλος ένας δείκτης κοινωνικού αποκλει-σμού. Τα άτομα που δεν συμμετέχουν σε κοινωνικές ομάδες, δεν μπορούν να διασφαλίσουν την προσωπική τους εξέλιξη και δεν ενδιαφέρονται για το καλό των συνανθρώπων τους. Ο κυριότερος δείκτης είναι το ποσοστό απο-χής από τις εκλογές.

Υπογεννητικότητα
Οι δείκτες γονιμότητας μπορούν να αποτελέσουν ενδείξεις κοινω-νικού αποκλεισμού, καθώς συνδέονται με κακή ποιότητα υγείας και θνησι-μότητας. Οι πιο γνωστοί είναι το ποσοστό εγκυμοσύνης των γυναικών κά-τω των 16 ετών, τα ελλιποβαρή παιδιά (κάτω από 2500 γρ.) και ο αριθμός των θανάτων ατόμων κάτω των 65 ετών. Πιθανοί μελλοντικοί δείκτες θα καταγράφουν τα ποσοστά των θανάτων από συγκεκριμένες ασθένειες, ό-πως καρκίνους ή εμφράγματα, αυτοκτονίες και μακροχρόνιες αρρώστιες.

Νέες τεχνολογίες
Ο αποκλεισμός από την πρόσβαση στις νέες τεχνολογίες και συνε-πώς στη γνώση οδηγεί σε ένα άλλο είδος αποκλεισμού από τον κόσμο, που προσφέρει μια εικονική ενσωμάτωση σε όσους διαθέτουν ηλεκτρονικό υ-πολογιστή και γνωρίζουν τη χρήση του Διαδικτύου. Την ίδια στιγμή ανα-πτύσσεται και ο «πολιτισμικός αποκλεισμός», που προκαλείται από την επικράτηση ορισμένων γλωσσών, καθώς και πολιτισμικών και καταναλω-τικών προτύπων.
Το Σύνταγμα προβλέπει τη μέριμνα του Κράτους για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών. Δί-νεται η ευχέρεια στο Κράτος να λαμβάνει φαινομενικώς άνισα μέτρα, τα οποία όμως αντισταθμίζουν δυσμενείς καταστάσεις, όπως ο κοινωνικός αποκλεισμός.

Άτομα με αναπηρία (Α.μεΑ.)
«Τα άτομα με αναπηρίες έχουν δικαίωμα να απολαμβάνουν των μέτρων που εξασφαλίζουν την αυτονομία, την επαγγελματική ένταξη και τη συμμετοχή τους στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώ-ρας» (Σύνταγμα, άρθρο 21, παρ. 6). Λαμβάνονται όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία και διευκόλυνση των Α.μεΑ. Πρόσβαση στην Παιδεία – προσαρμοσμένη στις ατομικές εκπαιδευτικές ανάγκες, παροχή σε όσο το δυνατό λιγότερο περιοριστικό ή απομονωμένο περιβάλλον εκπαίδευσης (ΕΣΔΕΝ). Οι δράσεις και οι παρεμβάσεις για την ενίσχυση και την προ-στασία των ανθρώπων με αναπτυξιακές δυσκολίες εξειδικεύονται στους παρακάτω τομείς: Προκατάρτιση, Κατάρτιση, Υποστήριξη, Προώθηση της απασχόλησης. Για το λόγο αυτό έχουν υιοθετηθεί κάποιες ενέργειες, ούτως ώστε να παρέχονται υπηρεσίες για επαγγελματική ένταξη, οι οποίες περι-λαμβάνουν: Ενημέρωση και Συμβουλευτική των ατόμων που ανήκουν στην ομάδα στόχο, αλλά και των οικογενειών τους σε θέματα ένταξης και επανένταξης. Παράλληλα διεξάγονται έρευνες στην τοπική αγορά, προκει-μένου να καταγραφούν οι ευκαιρίες και οι δυνατότητες απασχόλησης των ατόμων με κινητικά και αισθητηριακά προβλήματα. Παράλληλα, δημιουρ-γείται πλαίσιο συνεργασίας με τους εργοδότες, τους φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τους δημόσιους οργανισμούς και τον Ο.Α.Ε.Δ., ενώ χρη-ματοδοτείται η απασχόληση, αλλά και η αυτοαπασχόληση και προωθού-νται συνεταιριστικές δράσεις. Άλλες ενέργειες οι οποίες έχουν υιοθετηθεί είναι:
-Κοινωνική στήριξη στο άτομο, στην οικογένεια, αλλά και στο ευ-ρύτερο κοινωνικό περιβάλλον
-Αποκατάσταση των σχέσεων με την οικογένεια
-Φροντίδα σε κοινωνικό και παιδαγωγικό επίπεδο
-Παροχή συμβουλευτικής για την κοινωνική ένταξη ή επανένταξη
-Βοήθεια για τα μέλη της οικογένειας των ατόμων που συμμετέ-χουν στο πρόγραμμα
-Οικονομική στήριξη για τυχόν στεγαστικά προβλήματα της οικο-γένειας
-Λειτουργία ξενώνων για τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν κι-νητικά και αισθητηριακά προβλήματα
-Βοήθεια στη μετακίνηση στους τόπους προκατάρτισης, κατάρτι-σης, πρακτικής άσκησης και απασχόλησης
-Κατάλληλη εργονομική προσαρμογή των χώρων προκατάρτισης, κατάρτισης, άσκησης και απασχόλησης
-Δημιουργία δικτύων αλληλοστήριξης και αλληλοβοήθειας
-Λειτουργία «Κέντρων Ημέρας»
- Ενίσχυση της αποϊδρυματοποίησης των ατόμων που ανήκουν στην ομάδα στόχου
-Ενίσχυση των ικανοτήτων των ατόμων αυτών στους τομείς της αυτόνομης διαβίωσης, της αυτοφροντίδας και της τήρησης των κανόνων υγιεινής
-Εκμάθηση των βασικών κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς
-Ευαισθητοποίηση και σωστή ενημέρωση των αντιπροσωπευτικών εθελοντικών οργανώσεων για τα άτομα με αναπηρίες
-Ευαισθητοποίηση του κοινού και των εργοδοτών, καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και στιγματισμού και άρση των προκαταλήψεων και των εμποδίων
-Ευαισθητοποίηση των επιχειρήσεων ή των οργανισμών που προω-θούν ευκαιρίες πρακτικής άσκησης για μόνιμη απασχόληση των ατόμων που καταρτίζονται επαγγελματικά
-Ίδρυση και λειτουργία τράπεζας πληροφοριών
-Δημιουργία δικτύων ανταλλαγής πληροφοριών και εμπειριών σε εθνικό και διακρατικό επίπεδο
-Σύσταση Μητρώου για τα άτομα με κινητικές δυσκολίες και αι-σθητηριακά προβλήματα.

Μετανάστες
Εκείνοι που είναι σε θέση να μεταναστεύουν δεν είναι συνήθως οι περισσότερο αποκλεισμένοι ή οι φτωχότεροι μιας περιοχής, αλλά εκείνοι που έχουν λάβει κάποια εκπαίδευση ή κατάρτιση, διαθέτουν δεξιότητες που χρησιμοποιούν στη χώρα τους και πολύ συχνά διατηρούν επαφές με άλλους μετανάστες (μεταναστευτικά δίκτυα). Παρόλα αυτά, από μία διεθνή σκοπιά και από την πλευρά της χώρας υποδοχής, θεωρούνται φτωχοί και συχνά αποκλεισμένοι. Όταν φτάνουν για πρώτη φορά σε μια χώρα, είναι πιθανόν να βρίσκονται σε μία πρώιμη κατάσταση (όσον αφορά το επίπεδο ζωής της χώρας υποδοχής) και σχεδόν πάντα είναι αποκλεισμένοι, καθώς δεν γνωρίζουν τη γλώσσα, τα ήθη και έθιμα, τους σχετικούς μηχανισμούς και τους πολιτισμικούς κώδικες. Η νομιμοποίησή τους οδήγησε στην εξο-μάλυνση της θέσης τους στην οικονομία και αναδείχθηκε έτσι η οικονομι-κή τους συνεισφορά. Παράλληλα, μειώθηκαν οι κίνδυνοι περαιτέρω περι-θωριοποίησης. Επιτακτική είναι η ανάγκη για δημιουργία μητρώου μετα-ναστών.
Η Ελλάδα από παραδοσιακή χώρα αποστολής μεταναστών μετα-τρέπεται σε χώρα υποδοχής μεταναστών, κυρίως από το 1990 και μετά, με την κατάρρευση των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού. Η Ελλάδα δέχεται χιλιάδες μετανάστες, στην πλειοψηφία τους «παράνομους», χωρίς να είναι έτοιμη για κάτι τέτοιο και δίχως να διαθέτει το κατάλληλο εκείνο θεσμικό πλαίσιο, για να αντιμετωπίσει το φαινόμενο.
Οι περισσότερες έρευνες που πραγματοποιήθηκαν για τη μετανά-στευση στην Ελλάδα, προσπάθησαν να καλύψουν κενά των ερευνητικών υποδομών της πολιτείας, κυρίως σε θέματα σχετικά με τις άμεσες επιπτώ-σεις της εγκατάστασης και απασχόλησης των μεταναστών στη χώρα με έμφαση πάντοτε στις οικονομικές, κοινωνικές και άλλες επιπτώσεις που προκαλούν (Νιτσιάκος, 2003).
Ενδεικτικές έρευνες που ασχολούνται με τις συνθήκες διαβίωσης και απασχόλησης των μεταναστών στην Ελλάδα είναι οι έρευνες του Ιω-σηφίδη Θ. για τους Αλβανούς, τους Αιγύπτιους και τις Φιλιππινέζες στην Αθήνα και του Λαμπριανίδη Λ. για τους Αλβανούς στη Θεσσαλονίκη. Πιο συγκεκριμένα, ο Ιωσηφίδης συνδέει την τμηματοποιημένη ελληνική αγορά εργασίας, την κυριαρχία των μικρών οικογενειακών, αλλά και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, καθώς και την ύπαρξη ενός διευρυμένου ανεπί-σημου τομέα, με τη θέση και το ρόλο των μεταναστών στην ελληνική αγο-ρά εργασίας (Ιωσηφίδης, 2001). Θεωρεί ότι οι παράγοντες που επηρεάζουν την ένταξη του μεταναστευτικού δυναμικού στο δευτερεύοντα τομέα είναι κυρίως εθνοτικοί, ηλικιακοί και φύλου και συγκρίνει και συσχετίζει παρά-γοντες, όπως την εθνικότητα, το εκπαιδευτικό επίπεδο, την ηλικία, το εισό-δημα, τη νομική τους κατάσταση και τον τύπο απασχόλησης. Η έρευνά του καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το μεταναστευτικό δυναμικό είναι ένα ευέ-λικτο, περιφερειακό εργατικό δυναμικό, το οποίο εργάζεται σε συνθήκες, όπου οι γηγενείς εργαζόμενοι δεν αποδέχονται, ενισχύοντας έτσι την υπό-θεση εργασίας ότι τελικά η απασχόληση των μεταναστών έχει περιορισμέ-νες επιπτώσεις στην απασχόληση των Ελλήνων εργαζομένων (Ιωσηφίδης, 2001).
Τις οικονομικές επιπτώσεις των μεταναστών στους μισθούς και στην απασχόληση των Ελλήνων αναλύει ο Ιωακείμογλου Η. στο «Οι μετα-νάστες και η απασχόληση» συμφωνώντας με την παραπάνω άποψη ότι δη-λαδή η υποκατάσταση των αυτόχθονων εργαζομένων από μετανάστες είναι περιορισμένη και αφορά κυρίως τους εργαζόμενους στους ίδιους ή σε πα-ρόμοιους τομείς, έχοντας παρόμοιες συνθήκες εργασίας με τους μετανά-στες κι ότι, αντιθέτως, οι μετανάστες δημιουργούν θέσεις εργασίας για το ημεδαπό εργατικό δυναμικό (Ιωακείμογλου, 2001). Ο Ιωακείμογλου διε-ρεύνησε μεταξύ άλλων παραγόντων που επηρεάζουν την ένταξη των μετα-ναστών στην ελληνική αγορά εργασίας και την παλαιότητα ή αλλιώς τα χρόνια παραμονής των μεταναστών στη χώρα υποδοχής. Έτσι, κατέληξε στα συμπεράσματα ότι πρώτον οι παλαιότεροι μετανάστες καταλαμβάνουν καλύτερες θέσεις εργασίας από τους νεοεισελθόντες, γεγονός που επιση-μαίνει και ο Λαμπριανίδης στην έρευνά του (Λαμπριανίδης & Λυμπεράκη, 2001) και ότι οι μισθοί των παλαιών μεταναστών επηρεάζονται σημαντικά από τους μισθούς των νεοεισερχομένων μεταναστών (Ιωακείμογλου, 2001).
Την κατανομή της εργασίας των μεταναστών, όπως ήδη προανα-φέρθηκε, βάσει της εθνικότητας, του φύλου και της ηλικίας επισημαίνει και ο Ψημμένος Ι. στο «Νέα Εργασία και Ανεπίσημοι Μετανάστες στη Μητροπο-λιτική Αθήνα» (Ψημμένος, 2001). Η συγκεκριμένη έρευνα επικεντρώνεται στις διαδικασίες εκείνες που επηρεάζουν την εργασία των μεταναστών και αναλύονται ορισμένοι από τους κοινωνικούς μηχανισμούς παραγωγής και αναπαραγωγής της εργασίας και του χώρου στέγασης των μεταναστών στην Αθήνα.
Παρόμοια συμπεράσματα προσφέρει και η ερευνητική δουλειά των Anderson και Phizacklea(1997) και Campani (2000) για τις μετανάστριες και ιδιαίτερα για όσες απασχολούνται ως οικιακοί βοηθοί, στη βιομηχανία του sex και στο χώρο της ψυχαγωγίας (Ψημμένος, 2001). Η έρευνα της G. Campani με θέμα την οικιακή εργασία και την πορνεία των μεταναστριών στην Ιταλία (Ψημμένος, 2001) η έρευνα της Chell V. για την οικιακή εργα-σία Σομαλών και Φιλιππινέζων μεταναστριών στη Ρώμη (Chell, 1997), κα-θώς και η έρευνα της Lazaridi G. για τις Φιλιππινέζες και τις Αλβανίδες μετανάστριες που εργάζονται στον ίδιο τομέα, επιβεβαιώνουν ότι οι μετα-νάστες έχουν γένος, εθνικότητα, ταξική προέλευση (Ψημμένος, 2001). Η αγορά πολώνεται μεταξύ των συνεχώς αυξανόμενων «λευκών» γυναικών σε καριέρες και των «εθνοτικών» σε υπηρεσίες και είναι αναμφισβήτητο ότι μετανάστριες με συγκεκριμένες εθνικότητες είναι περισσότερο μετανα-στεύσιμες και πιο ειδικευμένες στις προσωπικές υπηρεσίες από κάποιες άλλες (Campani, 2000). Οι παραπάνω ερευνήτριες, καθώς και η Μάρκοβα Ε. σε έρευνά της για τις Βουλγάρες εργαζόμενες στην Αθήνα (Μάρκοβα, 2001), μελέτησαν τις στρατηγικές που ακολουθεί κάθε εθνοτική ομάδα για την ενσωμάτωσή της στην αγορά εργασίας των χωρών υποδοχής. Ο τρόπος με τον οποίο μετανάστευσαν, τα δίκτυα εύρεσης εργασίας, η θέση και ο ρόλος τους μέσα στην οικογένεια, τα ατομικά χαρακτηριστικά και τα μετα-ναστευτικά σχέδια της κάθε μιας είναι κάποιοι από τους παράγοντες που επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο απορροφούνται και συμμετέχουν στις προσωπικές υπηρεσίες. Αντίστοιχη είναι και η έρευνα της Πετρονώτη Μ., η οποία μελέτησε τις Ερυθραίες μετανάστριες στην Αθήνα στον τομέα της οικιακής βοήθειας, βλέποντας το πώς αντιλαμβάνονται οι ίδιες οι μετανά-στριες τις εργασίες που κάνουν σε σχέση με τις οικογενειακές πρακτικές και την ανύψωση της κοινωνικής τους θέσης, καθώς και τους παράγοντες που διαμορφώνουν τον τρόπο με τον οποίο επιλέγουν και επιλέγονται στον τομέα της οικιακής εργασίας (Πετρονώτη, 1998).

Αστικός χώρος
Η διαφορά ποιότητας ζωής ανάμεσα στους κατοίκους των πόλεων και της υπαίθρου μπορεί να αποτελέσει αιτία κοινωνικού αποκλεισμού. Η οικονομική ανάπτυξη πρέπει να σχεδιάζεται με βάση τις αρχές της αειφο-ρίας και του σεβασμού προς το περιβάλλον και η παροχή κοινωνικών υπη-ρεσιών πρέπει να εστιάζεται με γνώμονα την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγεί-ας και φροντίδας, καθώς και την πρόσβαση στην πληροφορία.

Αγροτικός χώρος
Η ύπαιθρος από τόπος μόνιμης κατοικίας και απασχόλησης του με-γαλύτερου μέρους του πληθυσμού μετατράπηκε μεταπολεμικά σε ανεπιθύ-μητη περιοχή σε πολλά επίπεδα. Ως τόπος κατοικίας ήταν απομονωμένος και ανασφαλής χωρίς τις υποδομές και τις υπηρεσίες που έχει ανάγκη ο σύγχρονος πολίτης αλλά και η σύγχρονη επιχείρηση. Ως τόπος οικονομικής δραστηριότητας δεν προσέφερε πολλές ευκαιρίες πέρα από την ενασχόλη-ση με την αγροτική παραγωγή, και ως ιδεολογικός χώρος συνδέθηκε με την «συντήρηση» και τις «οπισθοδρομικές ιδέες» σε αντίθεση με την «πρόοδο» και τον «εκσυγχρονισμό» των πόλεων (Γούσιος, 1999).
Mέσα από τη διάκριση της υπαίθρου σε πεδινές, ορεινές και ημιο-ρεινές περιοχές αποδεικνύονται ταυτόχρονα και οι δυνατότητες ανάπτυξης σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο που έχει κάθε μία από αυτές. Η αγρο-τική πολιτική που εφαρμόστηκε μεταπολεμικά, η οποία έχει χαρακτηριστεί ως α-διάστατη και α-χωρική, σχεδιάστηκε σε επίπεδο κεντρικής εξουσίας χωρίς να λαμβάνει υπόψη της τις γεωγραφικές διαφορετικότητες και ιδιαι-τερότητες του ελληνικού χώρου (μεσογειακό κλίμα, ορεινότητα, μικρός ιστορικά διαμορφωμένος κλήρος κτλ.), σηματοδότησε την απαρχή μιας άνισης χωροοικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης στο εσωτερικό της Ελ-ληνικής υπαίθρου (Ανθοπούλου, 1999). Ως εκ τούτου, μόνο οι πεδινές, αρ-δεύσιμες αγροτικές ζώνες μπόρεσαν να ανταποκριθούν στο κυρίαρχο μο-ντέλο εντατικοποίησης της γεωργίας με την υιοθέτηση των εκάστοτε νέων τεχνολογιών. Αντίθετα οι ζώνες που φέρουν φυσικές μειονεξίες, όπως οι ορεινές, νησιωτικές και φτωχές σε φυσικούς πόρους, παρέμειναν στο περι-θώριο της ανάπτυξης και των επενδύσεων ως μη ανταγωνιστικές σε όρους οικονομικής αποδοτικότητας.
Η Ανθοπούλου αναφέρει ότι ο F. Pingaud, σε μια μαρξιστική προ-σέγγιση, διακρίνει τρεις τύπους αγροτικών χώρων ανάλογα με το βαθμό ενσωμάτωσης στον κοινωνικό σχηματισμό: α) τους ενσωματωμένους χώ-ρους, με τις πιο προχωρημένες οικονομικές δραστηριότητες παραγωγής (γεωργία, βιομηχανία) και αναπαραγωγής (κατοικία, τουρισμός), των ο-ποίων η κοινωνική δομή δεν απέχει ιδιαίτερα από τις αστικές περιοχές, β) τους χώρους αναμονής, οι οποίοι δεν αποτέλεσαν αντικείμενο εκσυγχρονι-σμού ή σημαντικού μετασχηματισμού κυρίως λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, αλλά διατήρησαν μια κάποια παραδοσιακή δραστηριότητα. Τέτοιες περιοχές είναι οι ορεινές και δυσπρόσιτες και γ) τους χώρους σε επιτήρηση, που είναι υποβαθμισμένοι υλικά και κοινωνικά, δεν είναι όμως στην πραγ-ματικότητα εγκαταλελειμμένοι, με την έννοια ότι επιτηρούνται από το σύ-νολο της κοινωνίας (Ανθοπούλου, 1999).

Νησιωτικός χώρος
Η έννοια του νησιού παραδοσιακά έχει χαρακτηριστεί ως συνώνυ-μο της απομόνωσης. Ακόμα και ετυμολογικά, στις λατινογενείς περιοχές η λέξη νησί (insula, isola, ile) έχει την ίδια ρίζα με την έννοια της απομόνω-σης (isolation) (Μπεριάτος, 2002).
Ωστόσο, τα νησιά της Μεσογείου ως το τέλος του 19ου αιώνα θω-ρούνταν μάλλον ελκυστικές περιοχές, ως εμπορικοί κόμβοι με εύκολη πρόσβαση σε σχέση με τις απομονωμένες ορεινές ηπειρωτικές περιοχές. Η μεταβολή στις μεταφορές προϊόντων (σιδηρόδρομος, αυτοκινητόδρομοι) και στην τεχνολογία των πλοίων, μαζί με τη γενικότερη μεταβολή των α-ναπτυξιακών προτύπων, μετέβαλαν τα νησιά σε μη ελκυστικές περιοχές, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στην πληθυσμιακή αποψίλωσή τους, την απώλεια οικονομικών δραστηριοτήτων και την υπανάπτυξη (Σπιλάνης, Κί-ζος & Ιωσηφίδης, 2003).
Είναι γνωστό σε όλους ότι ένα σημαντικό μέρος της ελληνικής επι-κράτειας χαρακτηρίζεται από διάσπαρτα νησιωτικά συμπλέγματα - ομάδες νησιών με πολλά κοινά γεωγραφικά και αναπτυξιακά χαρακτηριστικά, που παρουσιάζουν όμως και σημαντικές διαφοροποιήσεις και προοπτικές.
Τα κυριότερα χαρακτηριστικά που στοιχειοθετούν τα βασικά ανα-πτυξιακά προβλήματα του νησιωτικού χώρου είναι:
α) Ο χωρικός κατακερματισμός, πολυδιάσπαση και γεωγραφική δι-ασπορά σε πολλές μικρού μεγέθους χωρικές ενότητες με ανεπαρκείς δια-συνδέσεις και συνδέσεις με τα μεγάλα αστικά κέντρα.
β) Γεωγραφική απομόνωση και περιφερειακή θέση ως προς τα με-γάλα αστικά κέντρα και τις κύριες αγορές προϊόντων και
γ) Θέση στα σύνορα του ευρωπαϊκού χώρου (Κοκκώσης, 2000).
Οι γεωγραφικές ανισότητες στη δυνατότητα πρόσβασης αφορούν κυρίως τις ανισότητες στα δίκτυα μεταφορών ως αποτέλεσμα των γεωγρα-φικών ιδιαιτεροτήτων κάθε περιοχής, καθώς και στις υπάρχουσες υποδο-μές, ως αποτέλεσμα των εκάστοτε πολιτικών. Ως εκ τούτου οι νησιωτικές περιοχές σε σχέση με την ηπειρωτική Ελλάδα δεν έχουν ίσες ευκαιρίες πρόσβασης στα δίκτυα μεταφορών, γεγονός που θεωρήθηκε από πολλούς ως η γενεσιουργός αιτία για μια σειρά από μειονεξίες, που χαρακτηρίζουν το νησιωτικό κόσμο, σε ό,τι αφορά την εργασία, την υγεία, την εκπαίδευ-ση, την πληροφορία, τις δυνατότητες αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου κτλ.
Όλα τα παραπάνω ακούγονται μάλλον παράλογα, αν σκεφτεί κα-νείς ότι η θάλασσα, που σήμερα αποτελεί το βασικό παράγοντα γεωγραφι-κού αποκλεισμού των νησιών, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα, ήταν στοιχείο σύνδεσης και επικοινωνίας με τον άλλο κόσμο και όχι διαχωρισμού. Το γεγονός ότι τα νησιά περιβάλλονται από το υγρό στοιχείο δεν συνεπάγεται έλλειψη προσπελασιμότητας. Αντίθετα, η προβληματικό-τητα θα μπορούσε να ιδωθεί σήμερα μέσα από τους όρους εξάρτησης των νησιών από το κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι της ηπειρωτικής χώρας με όλα τα φαινόμενα που αυτό συνεπάγεται (μετανάστευση, ακτινοποίηση του δικτύου συγκοινωνιών, έλλειψη διανησιωτικής επικοινωνίας κτλ. Η σημε-ρινή οργάνωση του χώρου στα ελληνικά νησιά εκφράζει ακριβώς το απο-τέλεσμα της επίδρασης αυτών των παραγόντων εξάρτησης από το κέντρο, που αναπτύχθηκαν κυρίως την μεταπολεμική περίοδο (Μπεριάτος, 2002).
Τα δυσμενή αυτά αποτελέσματα άφησαν εντονότερα ίχνη στα μι-κρά και κοινώς αποκαλούμενα «άγονα» νησιά, όπου υπήρχαν και εξακο-λουθούν να υπάρχουν οι αδυναμίες και τα προβλήματα της έλλειψης υπο-δομής, του αποκλεισμού από τα κέντρα, του αναποτελεσματικού μεταφο-ρικού και τηλεπικοινωνιακού συστήματος, του χαμηλού τεχνικού και εκ-παιδευτικού επιπέδου, τα οποία σε συνδυασμό με τις γεωγραφικές ιδιομορ-φίες συνθέτουν το πλέγμα των εμποδίων για την επίτευξη της περιφερεια-κής ανάπτυξης και την κατάκτηση της ευημερίας για τους πολίτες (Λογο-θέτης, 1998).
Η κατάσταση της απομόνωσης και του αποκλεισμού μιας νησιωτι-κής περιοχής μπορεί να αναλυθεί σε τρία επίπεδα: το τοπικό, το περιφερει-ακό και το διαπεριφερειακό.
Σε τοπικό επίπεδο: η απομόνωση μελετάται μέσα στα όρια του ίδι-ου του νησιού μέσω της δυνατότητας προσβασιμότητας που έχουν οι κά-τοικοι κάθε κοινότητας στην κεντρική περιοχή (πόλη), καθώς και στο λιμέ-να ή και αερολιμένα του νησιού. Στα μεγάλα νησιά η μετακίνηση εξαρτά-ται από την ποιότητα στα δίκτυα μεταφοράς, τη συχνότητα των υπηρεσιών των δημόσιων συγκοινωνιών και την ιδιοκτησία αυτοκινήτου.
Σε περιφερειακό επίπεδο ο αποκλεισμός μελετάται χωριστά για κά-θε νησί ως χωρική μονάδα, σε σχέση με τη δυνατότητα πρόσβασης στην ηπειρωτική χώρα, αλλά και τα άλλα νησιά. Στην περίπτωση αυτή η προ-σβασιμότητα εξαρτάται από την απόσταση με την ενδοχώρα, την ποιότητα των μεταφορών και τις υπάρχουσες υποδομές.
Τέλος, σε διαπεριφερειακό επίπεδο η απομόνωση μετράται στις νη-σιωτικές περιοχές συνολικά σε σχέση με άλλες περιοχές σε εθνικό επίπεδο. Η δυνατότητα προσβασιμότητας εξαρτάται από τη σύνδεση των περιοχών αυτών με τα εθνικά, αλλά και διεθνή δίκτυα μεταφορών, τις υποδομές, τη συχνότητα και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, σε σύγκριση πάντα με τις αντίστοιχές της ηπειρωτικής χώρας (Nutley, 1980).

Κοινωνική Συνοχή
O Beckley (1994) όρισε την κοινωνική συνοχή ως το βαθμό κατά τον οποίο μια γεωγραφική περιοχή κατορθώνει να λειτουργήσει ως μία «κοινότητα», όταν τα μέλη της συμμερίζονται τις ίδιες αρχές και διακατέ-χονται από πνεύμα συνεργασίας και αμοιβαιότητας.
Ο Reimer (2002) επεκτείνει την έννοια αυτή της συνεργασίας και ορίζει την κοινωνική συνοχή ως το βαθμό κατά τον οποίο τα άτομα δρουν συλλογικά, για να επιτύχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα και για να αντι-μετωπίσουν τα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά ή περιβαλλοντικά θέματα (θετικά ή αρνητικά), που τους απασχολούν. Και στις δύο περιπτώσεις βα-σικές έννοιες είναι η συλλογικότητα και η κοινότητα.
Ο όρος κοινότητα μπορεί να προσλάβει πολλαπλές έννοιες σε δια-φορετικά πλαίσια. Ο Halseth (1998) θεωρεί την κοινότητα ως ένα σύνολο σχέσεων παρά μία συμπαγή οντότητα. Περιγράφει δυο παραδοσιακές δια-στάσεις, για να οριστεί η κοινότητα: με βάση τη γεωγραφική θέση και με βάση τα ενδιαφέροντα. Η πρώτη αναφέρεται στην οριοθέτηση μιας περιο-χής με φυσικά ή διοικητικά σύνορα, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στην αλλη-λεπίδραση μεταξύ των μελών ενός κοινωνικού ή χωροταξικού πλαισίου, μέσα στο οποίο τα άτομα βιώνουν και εκτελούν τις καθημερινές τους δρα-στηριότητες, ενώ χαρακτηρίζονται από μία αμοιβαία αίσθηση ότι ανήκουν στην εν λόγω κοινότητα.
Η κοινωνική συνοχή παράγεται μέσα από την οριοθέτηση ορισμέ-νων κοινωνικών δικαιωμάτων και τη θέσπιση των σχέσεων εργασίας στα πλαίσια ενός διευρυμένου καθεστώτος καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Ο κοινωνικός αποκλεισμός στον αστικό χώρο προκαλείται από σύνθετες διαδικασίες οικονομικού, κοινωνικού, πολιτιστικού και θεσμικού χαρακτήρα, που αλληλεπιδρούν με διαφορετική βαρύτητα σε βάρος των λιγότερο ευνοημένων ομάδων. Βάση τους είναι οι νοοτροπίες του βιωματι-κού χώρου και ο τρόπος δράσης των δημοσίων θεσμών. Όλα αυτά οδηγούν στην ελαχιστοποίηση της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης μιας πε-ριοχής. Η φτώχεια δεν είναι, λοιπόν, ζήτημα κοινωνικής ανισότητας, αλλά συνολικής κοινωνικής και οικονομικής υπανάπτυξης.

Β2. Μέτρα για την άρση του κοινωνικού αποκλεισμού

Παρακάτω παρατίθενται ορισμένα από τα μέτρα που προτείνονται από το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνική Ενσωμάτωση προς άρση του κοινωνικού αποκλεισμού:
• Ανάπτυξη της εκπαίδευσης ενηλίκων (Σχολείο Δεύτερης Ευ-καιρίας).
• Υλικοτεχνική αναβάθμιση της υγειονομικής περίθαλψης και ί-δρυση νέων νοσοκομείων. Έμφαση στην πρόληψη και την πρωτοβάθμια περίθαλψη υγείας, για να επιτευχθεί η καλύτερη προσπέλαση του πληθυσμού στις υπηρεσίες υγείας.
• Πρόσβαση στην πληροφορία του πολίτη και ανάπτυξη – βελτί-ωση του θεσμού του Συνήγορου του Πολίτη.
• Εστίαση στην ποιότητα της Κοινωνικής Πολιτικής και εκπόνη-ση κοινωνικού-προνοιακού χάρτη για τη διαμόρφωση κοινωνι-κής πολιτικής.
• Διαρκής διάλογος με την κοινωνία των πολιτών, αποκέντρωση δράσεων και συνέργια φορέων και δράσεων.
• Εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, αποκέντρωση και ε-ξατομίκευση των δράσεων της κοινωνικής πολιτικής στο χώρο της Πρόνοιας.
• Συμφιλίωση επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής με προ-γράμματα, όπως η Βοήθεια στο Σπίτι, Ολοήμερα σχολεία, Βρε-φονηπιακοί σταθμοί.
• Χρήση των νέων τεχνολογιών και εξασφάλιση της πρόσβασης σε αυτές από όλους για την αποφυγή ψηφιακού αποκλεισμού (ψηφιακή ενσωμάτωση / e-inclusion).
Το ΕΣΔΕΝ, επίσης, κάνει λόγο για Δίκτυο Κοινωνικών Υπηρεσιών για την αντιμετώπιση του κατακερματισμού των κοινωνικών υπηρεσιών, θέτοντας τους εξής στόχους: α) σφαιρικότητα στην προαγωγή της αντιμε-τώπισης προβλημάτων, β) ενίσχυση της συμπληρωματικότητας, γ) ενίσχυ-ση της αποκέντρωσης, δ) εξορθολογισμός της κατάστασης, ε) βελτίωση ποιότητας πληροφόρησης και εξυπηρέτησης (ΕΣΔΕΝ, σελ. 18). Επιπλέον, προτείνει τη θεσμοθέτηση Επιτροπής Κοινωνικής Προστασίας για την προώθηση του κοινωνικού διαλόγου για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, την ανάπτυξη του δικτύου για την κοι-νωνική προστασία και την κοινωνική ενσωμάτωση.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ

Διαγνωστικά Εργαλεία Για Εκπαιδευτικούς

Η χρήση του Facebook στην Ελλάδα