Η ενίσχυση του κοινωνικού κεφαλαίου μέσω της εκπαίδευσης

Ευστράτιος Παπάνης, Παναγιώτης Γιαβρίμης, Μυρσίνη Ρουμελιώτου

Η εκπαίδευση αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους προγνω-στικούς παράγοντες – κατά πολλούς το σημαντικότερο – για την πολιτική και κοινωνική συμμετοχή των πολιτών, που περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα τρόπων συμμετοχής, από την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος έως και τη διοργάνωση και ενεργό συμμετοχή σε πολιτιστικά δρώμενα, καθώς και το βαθμό εμπιστοσύνης προς τους άλλους ανθρώπους.
Οι Nie, Junn και Stehlik-Barry (1996) μελέτησαν την επίδραση της εκπαίδευσης στο κοινωνικό κεφάλαιο, εισάγοντας τη διάκριση μεταξύ των «σχετικών» και «απόλυτων» συνεπειών της εκπαίδευσης. Με την εν λόγω διάκριση υποστήριξαν ότι τα αποτελέσματα της εκπαίδευσης είναι εξωτε-ρικά και εσωτερικά, ενώ μόνο η σχετική διάσταση της εκπαίδευσης είναι εκείνη που συσχετίζεται με υψηλή κοινωνική και πολιτική συμμετοχικότη-τα και εμπιστοσύνη.
Σύμφωνα με σχετική έρευνα που διενέργησαν οι Wilson (1987, 1996) και Fernandez-Kelly (1995) στα αστικά γκέτο του Σικάγο και της Βαλτιμόρης, η ακαδημαϊκή επίδοση των μαθητών είναι χαμηλή, όταν οι κοινότητες στις οποίες ζουν δεν αποδίδουν στην εκπαίδευση μεγάλη αξία, θεωρώντας ότι δεν εξασφαλίζει επισήμως επαγγελματική αποκατάσταση και βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης.
Πρόσφατες έρευνες υποστηρίζουν ότι το κοινωνικό κεφάλαιο απο-τελεί όχι μόνο σημαντικό παράγοντα της εκπαίδευσης αλλά και ένα από τα πολύτιμα προϊόντα της (Heyneman, 1998). Πέρα από την ενίσχυση του αν-θρώπινου κεφαλαίου – απαραίτητου για την οικονομική και κοινωνική α-νάπτυξη – η εκπαίδευση προάγει την ανάπτυξη του κοινωνικού κεφαλαίου και των κοινωνικών δικτύων με τρεις βασικούς τρόπους: μέσω της ανάπτυ-ξης βασικών κοινωνικών δεξιοτήτων στο σχολείο, όπως η συμμετοχή και η συνεργασία, μέσω της εμπλοκής του σχολείου στις δραστηριότητες της κοινότητας και μέσω του μαθήματος πολιτικής αγωγής, με το οποίο οι μα-θητές μαθαίνουν να γίνονται υπεύθυνοι ενεργοί πολίτες της κοινωνίας.
Γενικά, από τη σχετική βιβλιογραφία για τη σχέση κοινωνικού κε-φαλαίου και εκπαίδευσης προκύπτει μία αμφίδρομη σχέση ενίσχυσης μετα-ξύ των ισχυρών κοινωνικών δικτύων και της ακαδημαϊκής επίδοσης (Baron, Field & Schuller, 2000). Βασιζόμενοι στην πρωτοπόρο θεωρία του Coleman, οι ερευνητές του κοινωνικού κεφαλαίου και της εκπαίδευσης κα-τέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι κοινές νόρμες και τα σταθερά κοινωνικά δίκτυα προάγουν τόσο τη γνωστική όσο και την κοινωνική ανάπτυξη των νέων, αφού το κοινωνικό κεφάλαιο μπορεί – τουλάχιστον έως ένα βαθμό – να υπερκεράσει άλλες περιβαλλοντικές επιρροές όπως η εθνικότητα και το χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο. Λογικά το ίδιο μπορεί να ισχύσει και όσον αφορά την εκπαίδευση ενηλίκων. Επομένως, όσο μεγαλύτερο κοινωνικό κεφάλαιο διαθέτει μία περιοχή ή κοινότητα, τόσο μεγαλύτερη είναι η δυνατότητα που διαθέτει για δια βίου μάθηση και, επομένως, βελ-τίωση της ποιότητας του ανθρώπινου κεφαλαίου.
Η σχέση μεταξύ κοινωνικού κεφαλαίου και δια βίου μάθησης απέ-κτησε τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερη σημασία μέσα στα πλαίσια της Ευρω-παϊκής Ένωσης. Μέσα από τη χάραξη πολιτικών για την εκπαίδευση και την κατάρτιση, η Ευρωπαϊκή πολιτική στοχεύει στο να εξισορροπήσει τις αυξημένες ανάγκες που παρουσιάζονται στα πλαίσια της ανταγωνιστικότη-τας με τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Μέρος της εν λόγω προσπά-θειας αποτελεί το πρόγραμμα σχετικά με την εκπαίδευση και την κατάρτι-ση του Συμβουλίου της Στοκχόλμης το Μάρτιο του 2001, το οποίο δίνει έμφαση στο «ανοιχτό εκπαιδευτικό περιβάλλον, στην ενεργό συμμετοχή των πολιτών, στις ίσες ευκαιρίες και στην κοινωνική συνοχή» (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Υπουργών, 2002). Η κοινωνική ατζέντα της Ευρωπαϊκής Επι-τροπής που διαμορφώθηκε στη Λισσαβόνα έθεσε ως βασική αρχή της την ενίσχυση του κοινωνικού κεφαλαίου και χρηματοδότησε για το σκοπό αυτό ένα πρόγραμμα για το κοινωνικό κεφάλαιο, προκειμένου να διαμορφώσει την κοινωνική πολιτική της.
Επομένως, η σύνδεση της εκπαίδευσης με το κοινωνικό κεφάλαιο δεν είναι εμφανής με την πρώτη ματιά, καθώς ο συσχετισμός γίνεται πε-ρισσότερο αντιληπτός μέσω των παραγώγων τους και κυρίως διά των επι-δράσεών τους στον πολιτισμό μιας ομάδας ή περιοχής και στη ριζική αλλα-γή στην ψυχοσύνθεση, τα κίνητρα και τους τρόπους δράσης του ατόμου. Συγκεκριμένα, η εκπαίδευση, η κατάρτιση και εν γένει η καλλιέργεια των πολιτών στρέφει το ενδιαφέρον της κοινότητας προς την αναζήτηση καινο-τόμων ιδεών, εναλλακτικών εμπειριών και ευνοεί την προσέγγιση και εν-σωμάτωση διαφορετικών στοιχείων κουλτούρας. Παράλληλα, ανοίγει διό-δους επιλογών τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, ενισχύει την ευελιξία και ανεκτικότητα και επαναπροσδιορίζει τους στόχους, τις προσ-δοκίες και τις προτεραιότητες του κοινωνικού συνόλου. Η σχέση των δύο εννοιών είναι αμφίδρομη. Το αυξημένο κοινωνικό κεφάλαιο συνεπάγεται ισχυρά κοινωνικά δίκτυα γεφύρωσης, διευρυμένη συμμετοχικότητα και κοινωνική εμπιστοσύνη, παράγοντες που μεταξύ άλλων πολλαπλασιάζουν τις ευκαιρίες άτυπων μορφωτικών εμπειριών μέσω της αλληλεπίδρασής και ενασχόλησης με αντικείμενα πέραν των βιοτικών αναγκών. Σε τελική ανά-λυση, το κοινωνικό κεφάλαιο δρα αντισταθμιστικά, εφόσον άρει τις ταξικές διαφοροποιήσεις και απαλύνει τα φαινόμενα της περιθωριοποίησης. Κι εκεί ακριβώς άπτεται των στόχων της εκπαίδευσης, που εκτός από γνωστικοί είναι η δημοκρατική, αντισταθμιστική και ισότιμη αγωγή.
Η κοινωνιολογική σκέψη βρίσκεται συχνά αντιμέτωπη με την ερ-μηνεία φαινομένων που μετασχηματίζουν το κοινωνικό γίγνεσθαι με ρυθ-μούς καταιγιστικούς, τόσο που οι υπάρχουσες θεωρίες είτε δεν αντικατο-πτρίζουν την εξέλιξη είτε αποτυπώνουν με βραδύτητα ένα μικρό μέρος της έκτασής της. Τέτοια είναι η παγκοσμιοποίηση, οι φρενήρεις ρυθμοί της τε-χνολογικής προόδου, οι εργασιακές μεταβολές και οι επιστήμες της πληρο-φορικής. Οι επιπτώσεις τους στην κοινωνική δομή δεν είναι δυνατόν να περιγραφούν εις βάθος, δεδομένου ότι επιφέρουν αλλαγές τόσο στον κοι-νωνικό όσο και στον οικονομικό και πολιτιστικό τομέα.
Ταυτόχρονα, μετά από πολλές δεκαετίες έντονου πολιτικού διπολι-σμού και τελικής επικράτησης σε πολλές χώρες του πλανήτη των νεοφιλε-λεύθερων ιδεών, η κοινωνική ισορροπία άρχισε να υποκύπτει στις αντινο-μίες, και η παγκόσμια οικονομία να γίνεται πιο ευάλωτη σε συχνές και διε-θνοποιημένες κρίσεις. Τα κοινωνιολογικά φαινόμενα επηρεάζονται ολοένα και περισσότερο από γεγονότα που πλέον αφορούν τον πλανήτη: παγκό-σμια δίκτυα τρομοκρατίας και μετανάστευσης, διεθνής βοήθεια προς τους πληγέντες από φυσικές καταστροφές κτλ.
Σταδιακά, εγείρονται αιτήματα που αναδεικνύουν ξανά τον ανθρώ-πινο παράγοντα: πρόσβαση στην πληροφορία, κοινωνία της γνώσης, τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη, δημοκρατική διακυβέρνηση, ευθύνη των πολι-τών, συμμετοχικότητα και αμοιβαιότητα, άρση του κοινωνικού αποκλει-σμού, πολυπολιτισμικότητα. Πέρα από οικονομικούς και στατιστικούς δεί-κτες επίκεντρο γίνεται ο άνθρωπος, η ατομική και συλλογική δράση του, η αλληλεπίδρασή του με την κοινωνία και ο κοινός παράγοντας που, μαζί με τους θεσμούς, εγγυάται την κοινωνική συνοχή: η εμπιστοσύνη.
Ακόμη και ακραιφνείς οικονομολόγοι θεώρησαν ότι η αναμόρφω-ση της παραγωγής και οι πηγές πλούτου πρέπει εν μέρει να αναζητηθούν σε κοινωνικούς παράγοντες και στις σχέσεις των ατόμων με τις ομάδες, τις οργανώσεις, την κοινότητα. Η ευημερία συνδέεται με την ποιότητα ζωής και το κράτος αποδεικνύεται ανεπαρκές για την άσκηση προνοιακής πολι-τικής.
Η έννοια που ενοποιεί τα αιτήματα αυτά, που συσχετίζεται με πλή-θος κοινωνιολογικών μεταβλητών και δρα ως καταλύτης στα κελεύσματα της νέας εποχής είναι το κοινωνικό κεφάλαιο, αίτιο και αποτέλεσμα της κοινωνικής ανάπτυξης και προϋπόθεση της κοινωνικής ανανέωσης.

Α2. Ιστορική αναδρομή

Ο όρος «κοινωνικό κεφάλαιο» έγινε δημοφιλής, επειδή ενοποιεί έν-νοιες που υπήρχαν αδιαμόρφωτες στις Πολιτικές Επιστήμες, την Κοινωνιο-λογία και την Οικονομία. Η ιδέα του εντοπισμού των κοινωνικών αλληλε-πιδράσεων και της σύνδεσής τους με τον κοινωνικό πλούτο εδράζεται στην πεποίθηση ότι σκοπός των ατόμων είναι η πρόσβαση στο φυσικό πλούτο και στη διαχείρισή του, η οποία τους διασφαλίζει την επιβίωση και την α-τομική ευημερία. Πρόκειται για μια αναγνώριση ότι ο άνθρωπος είναι κοι-νωνικό ον και η πολυπλοκότητα των σχέσεών του εγγυάται την πρόοδό του. Στην πραγματικότητα, το κοινωνικό κεφάλαιο αποτελεί επέκταση των ιδεών των Hume, Burke και Adam Smith (Bruni & Sugden, 2000), που α-ναπτύχθηκαν το 18ο αιώνα και δεν περιορίστηκαν στην περιγραφή του κοι-νωνικού συμβολαίου ή της κοινωνίας των πολιτών, αλλά επέμειναν στην περιγραφή των κοινωνικών δικτύων, της αμοιβαιότητας και του σεβασμού των κανόνων. Κατά τον Adam Müller, το πνευματικό κεφάλαιο μιας κοινό-τητας καθορίζει και το οικονομικό της μέλλον (Achermann, 1997). Ο Marx και ο Engles (Vollgraf & Jüngnickel, 2002) εισήγαγαν τον όρο «αλληλεγ-γύη» για να περιγράψουν τα συναισθήματα σύμπνοιας που δημιουργούνται ανάμεσα σε δύο ομάδες, όταν απειλούνται από έναν κοινό καπιταλιστικό αντίπαλο ή κάτω από συνθήκες καταπίεσης. Ο Simmel περιέγραψε συναλ-λαγές που στηρίζονταν στην αμοιβαιότητα (Papilloud, 2004), ενώ ο Durkenheim και ο Parsons ανέπτυξαν τη θεωρία ότι κάθε πραγματική αλ-ληλεπίδραση βασίζεται σε ένα πλέγμα πνευματικών, ηθικών και αξιακών συμβάσεων (Woolcock, 1998). Τέλος, ο Marx Weber αναφέρθηκε εκτενώς στην έννοια της εμπιστοσύνης (Woolcock, 1998).
Η πρώτη που χρησιμοποίησε τον όρο κοινωνικό κεφάλαιο με την έννοια που είναι γνωστό σήμερα ήταν η Lyda J. Hanifan (1916), η οποία προσπάθησε να εξηγήσει το ρόλο της συμμετοχικότητας σε σχέση με την εκπαιδευτική απόδοση.
Η εισαγωγή του όρου «κοινωνικό κεφάλαιο» από τον Bourdieu και η ανάπτυξή του από τους Putnam και Coleman δεν έγινε χωρίς θεωρητικές συγκρούσεις, δεδομένου ότι ακόμα δεν είχε διευκρινιστεί εάν αναφερόταν σε αξιακά συστήματα συνολικά ή περιέγραφε κοινωνικές συμπεριφορές (Foley & Edwards, 1998. Woolcock, 1998. Portes, 1998).
H έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου είναι αλληλένδετη με το όρα-μα για κοινωνία των πολιτών, η οποία αναφέρεται σε όλους τους μη κυβερ-νητικούς θεσμούς που συμβάλλουν στη διακυβέρνηση. Το κοινωνικό κε-φάλαιο υπό το πρίσμα αυτό περιγράφει όλες τις υποβόσκουσες κοινωνικές αλληλοσυσχετίσεις, από τις οποίες προκύπτει η κοινωνία των πολιτών.
Η ομαδική δράση προϋποθέτει τη διαπροσωπική εμπιστοσύνη και οδηγεί στη συμμετοχικότητα, η οποία με τη σειρά της διασφαλίζει την κοι-νωνική συνοχή και σταθερότητα (Putnam, 1993. Brehm & Rahn., 1997. Booth & Tusson, 1998). Παρόλα αυτά, το κοινωνικό κεφάλαιο κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί να παρεμποδίσει την πρόσβαση σε κοινωνι-κούς, οικονομικούς και φυσικούς πόρους και να αποδειχθεί καταστροφικό (Pantoja, 1999).
To κοινωνικό κεφάλαιο μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμο όσον αφορά στη διακυβέρνηση και στη στάση των πολιτών απέναντί της. Παράδειγμα μιας τέτοιας έκφανσης του κοινωνικού κεφαλαίου είναι η συμμετοχή στην πολιτική. Κάτω από δημοκρατικά καθεστώτα το κοινωνι-κό κεφάλαιο ενισχύει τους πολιτικούς θεσμούς, ενώ σε ολοκληρωτικά κα-θεστώτα αυξάνει την αντίσταση. Η αξία του κοινωνικού κεφαλαίου κρίνε-ται πάντα από τις συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργείται (Woolcock, 1998. Portes, 1998. Pantoja, 1999). Το κοινωνικό κεφάλαιο έχει πολλές φορές συσχετιστεί με εμπορικές επιδιώξεις και συμφέροντα. Είναι γνωστή η έννοια του «καπιταλισμού των δικτύων» και της σχέσης του με την πα-γκοσμιοποίηση (Putnam, 1995. Nadvi, 1998).
Το κοινωνικό κεφάλαιο δεν περιγράφει ανθρώπινες συμπεριφορές αλλά περισσότερο κανονιστικές και αξιακές ρυθμίσεις. Αναφέρεται στο ευκταίο και όχι στο πραγματικό, στο κοινωνικά επιθυμητό και όχι στο ρεα-λιστικό (Kilby, 2002).
Η κλασική κοινωνιολογία αναγνωρίζει ως πηγές του κοινωνικού κεφαλαίου: α. την «αλληλεγγύη» (Marx), η οποία εμφανίζεται ως αντίστα-ση σε καταστάσεις φτώχειας, καταπίεσης και εξαναγκασμού, β. τη «συ-ναλλακτική αμοιβαιότητα» (Kilby, 1991. Fry, 1989), φαινόμενο που ανα-πτύσσεται σε μικροεπίπεδο (π.χ. μεταξύ γειτόνων) ή πιο σύνθετες σχέσεις, όπως η πελατειακή σχέση με βουλευτές, γ. την «αξιακή παράδοση», η ο-ποία προηγείται κάθε προσωπικής σχέσης και πολλές φορές μεταφέρεται με την παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα (Durkenheim, 1956. Parsons, 1951) και δ. την «επιβεβλημένη εμπιστοσύνη» (Weber, 1954), που αναφέρεται στο σύνολο των κανόνων, που διέπουν την ομαδικότητα.
Ο τύπος του κοινωνικού κεφαλαίου μιας ομάδας εξαρτάται από την εσωστρέφεια ή εξωστρέφειά της, την προοδευτικότητα ή το συντηρητισμό, την καινοτομικότητα ή την προσήλωσή της στην παράδοση. Ο Pantoja (1999) διακρίνει έξι τύπους κοινωνικού κεφαλαίου, που αναφέρονται στις σχέσεις συγγένειας, στα τυπικά και άτυπα κοινωνικά δίκτυα με οριζόντια ή κάθετη οργάνωση, στις πολιτισμικές οργανώσεις, στις κοινωνικές κανονι-στικές ρυθμίσεις και αξίες και τέλος στο θεσμικό γίγνεσθαι μιας κοινωνίας.
Ο Putnam (1993) εξοβελίζει από τον ορισμό του για το κοινωνικό κεφάλαιο όλες τις ομαδικές δραστηριότητες που προϋποθέτουν δύναμη, ιεραρχία ή ανταγωνισμό (π.χ. συνδικάτα). Σύμφωνα, όμως, με τους αφορι-σμούς του Weber (1925), η εξουσία και οι ηγετικοί ρόλοι είναι σύμφυτοι με κάθε έννοια ομαδικής δράσης, είτε αυτοί εκδηλώνονται μέσω αρχηγών ή μέσω προτύπων. Κατά τον Weber «η κυριαρχία είναι γενεσιουργό αίτιο της συλλογικής δράσης», η οποία όμως απαλύνεται με τις δημοκρατικές διαδικασίες. Ο Putnam σε πολλά σημεία του έργου του εμμένει στην απόρ-ριψη του κοινωνικού κεφαλαίου από ομάδες με κάθετη, ιεραρχική δομή, επηρεασμένος από φιλοσόφους του 17ου και 18ου αιώνα (Rousseau και Ferguson), κατά τους οποίους κοινός δεσμός των ομάδων είναι η αντίθεσή τους προς την απολυταρχική εξουσία της εποχής. Αντίθετα, κατά τον Woolcock, το κοινωνικό κεφάλαιο ρυθμίζει την ισορροπία των ομάδων και κάθε κοινωνική συνδιαλλαγή εμπερικλείει στοιχεία πολιτισμού, οικονομίας και πολιτικής (Granovetter, 1985. Woolcock, 1998).

Α3. Ορισμοί κοινωνικού κεφαλαίου

Ο Bourdieu (1986) μελέτησε γενικά την έννοια του κεφαλαίου και διέκρινε τέσσερις διαφορετικές μορφές: το οικονομικό, το πολιτισμικό, το συμβολικό και το κοινωνικό. Όλες οι μορφές κεφαλαίου προκύπτουν από το οικονομικό κεφάλαιο μέσω μετασχηματιστικών διαδικασιών, που δεν είναι αυτοματοποιημένες, αλλά απαιτούν μακρόχρονη προσπάθεια προς αποκόμιση μακροπρόθεσμων ωφελειών. Τα οφέλη που προκύπτουν από κάποιο είδος κεφαλαίου αποτελούν κόστος για κάποιο άλλο είδος κεφαλαί-ου.
Πιο συγκεκριμένα, ο Bourdieu (1985) όρισε το κοινωνικό κεφάλαιο ως «το σύνολο των πραγματικών ή συμβολικών πόρων οι οποίοι συνδέο-νται με πολλαπλά δίκτυα, που διατηρούνται στο χρόνο και συσχετίζονται με εν πολλοίς θεσμοθετημένες σχέσεις αμοιβαίας αποδοχής και αναγνώρι-σης». Με άλλα λόγια, το κοινωνικό κεφάλαιο αντιπροσωπεύει το άθροισμα των πλεονεκτημάτων που αποκομίζουν όσα άτομα ανήκουν σε κοινά δί-κτυα ή σε ομάδες. Ο όγκος του κοινωνικού κεφαλαίου των φορέων εξαρτά-ται από το μέγεθος του δικτύου διασυνδέσεων που μπορεί να κινητοποιήσει επιτυχώς, καθώς και από τον όγκο του κεφαλαίου (οικονομικού, πολιτισμι-κού ή συμβολικού) που διαθέτει ο καθένας από εκείνους με τους οποίους συνδέεται. Σύμφωνα με τον Bourdieu, οι κοινωνικές διασυνδέσεις έχουν ευεργετικά αποτελέσματα σε θεμελιώδεις τομείς της ατομικής ζωής, δεδο-μένου ότι πολλαπλασιάζουν τις ευκαιρίες γνώσης και την πρόσβαση σε αυτήν μέσω της συναναστροφής με άτομα διαφόρων ειδικοτήτων και της οικειοποίησης του πολιτισμικού τους κεφαλαίου. Παράλληλα, τα κοινωνι-κά δίκτυα αυξάνουν τις οικονομικές δυνατότητες και αυτός είναι ο κυριό-τερος λόγος για την ένταξή τους σε αυτά. Κατά τον Bourdieu, τα αποτελέ-σματα του κεφαλαίου απορρέουν από την άνιση κατανομή του. Το κοινω-νικό κεφάλαιο το διαθέτουν συνήθως οι κοινωνικά ισχυροί και αυτό εντεί-νει τις πρακτικές ανισότητας και κοινωνικού αποκλεισμού.
Ο Coleman (1988) θεώρησε ότι το κοινωνικό κεφάλαιο είναι έννοια σύμφυτη με την κοινωνική δομή, διευκολύνει την ατομική δράση και τη νοηματοδοτεί στο κοινωνικό πλαίσιο. Κατά τον ίδιο μελετητή, το κοινωνι-κό κεφάλαιο απαρτίζεται από επικαλυπτόμενα κοινωνικά δίκτυα, τα οποία διαθέτουν κοινές αξίες, εμπιστοσύνη και κοινά κριτήρια αποφάσεων. Σε δίκτυα με υψηλό επίπεδο κοινωνικού κεφαλαίου επικρατεί η αρχή της α-μοιβαιότητας, η οποία συμβάλλει στην ατομική ευημερία, δεδομένου ότι οι συμμετέχοντες έχουν ευχερέστερη πρόσβαση στην πληροφορία ή άλλους πόρους, οι οποίοι αυξάνουν τις ευκαιρίες ατομικής ολοκλήρωσης. Ο Coleman διέκρινε τρεις παραμέτρους του κοινωνικού κεφαλαίου: α. της εμπιστοσύνης που οικοδομείται μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα και διασφα-λίζει την ομαλή διεκπεραίωση των υποχρεώσεων και των καθηκόντων που έχουν τα μέλη, β. της πληροφορίας που διοχετεύεται μέσα από τα κοινωνι-κά δίκτυα και γ. των κανονιστικών ρυθμίσεων και κυρώσεων που επιβάλ-λονται στα μέλη των δικτύων, υπαγορεύοντάς τους συγκεκριμένες συμπε-ριφορές.
Επιπλέον, διαχώρισε το κοινωνικό κεφάλαιο που διαμορφώνεται στα πλαίσια της οικογένειας από αυτό που σχηματίζεται σε επίπεδο κοινό-τητας. Η συμμετοχή στο τελευταίο έχει τις ρίζες της σε συγκεκριμένες δε-ξιότητες που επιτρέπουν τη δημόσια δράση και την ανάπτυξη κοινωνικών δικτύων, συνδέοντας κατ’ αυτό τον τρόπο το άτομο με την ομάδα και δια-μορφώνοντας την αυτοαντίληψή του. Σύμφωνα με τον ορισμό του Coleman για το κοινωνικό κεφάλαιο, οι δεξιότητες αυτές αποτελούν μία μορφή κεφαλαίου, με δική του αξία ως κοινωνικού πόρου.
Ο όρος κοινωνικό κεφάλαιο χρησιμοποιείται ολοένα και περισσό-τερο ως έννοια αλληλένδετη με την κοινότητα, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτήν, εφόσον περιλαμβάνει τόσο τα τυπικά, όσο και τα άτυπα δίκτυα και τις κοινές αξίες. Ο ορισμός του Woolcock (1998) ότι το κοινωνικό κεφά-λαιο περιλαμβάνει όλες τις αξίες και τα δίκτυα που διευκολύνουν την ομα-δική δράση βασίζεται σε αυτή του τη σχέση με την κοινωνία των πολιτών.
Οι συμβατικές μέθοδοι ανάλυσης των αιτίων της συμμετοχής ή όχι στα κοινά επικεντρώνονται συνήθως στα δημογραφικά χαρακτηριστικά των μελών μιας ομάδας (φύλο, εκπαίδευση, κτλ.), παραγνωρίζοντας ορι-σμένες φορές τον κοινό συνδετικό κρίκο που ενοποιεί τους κοινωνικο-οικονομικούς αυτούς παράγοντες (Pattie et al., 2002). To κοινωνικό κεφά-λαιο κατά τον Coleman (1988) περιγράφει όλους εκείνους τους μηχανι-σμούς και τις διαδικασίες συνεργασίας των πολιτών, που μετριάζουν τα διλήμματα της ομαδικής δράσης. Κατά τους Verba et al. (1995), το κοινω-νικό κεφάλαιο αυξάνει την αίσθηση αυτοαποτελεσματικότητας των πολι-τών και αποτελεί το αναγκαίο υπόστρωμα της κοινωνικοποίησής τους.
Από κοινωνιολογικής απόψεως, οι διαστάσεις του κοινωνικού κε-φαλαίου αποτελούν συγκριτικό πλεονέκτημα για την ατομική και ομαδική δράση, αλλά αυτό δεν μπορεί να αναχθεί σε κανόνα. Αν και μία ομάδα που χαρακτηρίζεται από υψηλή εμπιστοσύνη δύναται να κατορθώσει περισσό-τερα από ό,τι μία αντίστοιχη ομάδα που στερείται αυτού του χαρακτηριστι-κού, μια άλλη μορφή κοινωνικού κεφαλαίου μπορεί να είναι ακατάλληλη ή επιβλαβής για ορισμένες δράσεις.
Κατά τον Putnam (2000), το κοινωνικό κεφάλαιο είναι ίδιον των κοινωνικών μορφωμάτων και αναφέρεται στα κοινωνικά δίκτυα, στις κα-νονιστικές ρυθμίσεις και στην αμοιβαιότητα και εμπιστοσύνη που διευκο-λύνει τη δράση και τη συνεργασία για την κοινή ωφέλεια (Putnam, 2000). Ο Putnam πραγματεύεται επίσης τον τρόπο με τον οποίο οι εν λόγω κανο-νιστικές ρυθμίσεις και τα κοινωνικά δίκτυα εξελίσσονται, επισημαίνοντας ότι οι θετικές επιδράσεις του κοινωνικού κεφαλαίου αυξάνονται με τη χρή-ση τους και μειώνονται αντίστοιχα, όταν παραμένουν σε αδράνεια. Οι κοι-νωνικές σχέσεις εξασθενούν, εάν δεν ανατροφοδοτούνται, και οι κανονι-στικές ρυθμίσεις βασίζονται στη συχνή και ποιοτική επικοινωνία μεταξύ ατόμων και ομάδων.
Η ενίσχυση του κοινωνικού κεφαλαίου συσχετίζεται άμεσα με τη συμμετοχή στα κοινά. Όσο πιο ετερόκλητες είναι οι ομάδες στις οποίες συμμετέχει ένα άτομο, τόσο μεγαλύτερος είναι ο συγκερασμός απόψεων, στάσεων και συμπεριφορών και τόσο περισσότερο αναπτύσσεται η ευελι-ξία (Putnam, 1993).
Ο Putnam έγινε γνωστός κυρίως για τις απόψεις του σχετικά με την έκπτωση του κοινωνικού κεφαλαίου στην Αμερικανική κοινωνία (Bowling Alone, 2000). Συγκριτικά με τη δεκαετία του ’50, παρατηρήθηκε στροφή του μέσου Αμερικανού προς τον ατομοκεντρισμό, γεγονός που επέδρασε σε πολλές παραμέτρους της αμερικανικής ζωής. Οι ορισμοί που έδωσε ο Putnam, αν και ορθοί, δεν λαμβάνουν υπόψη την εξέλιξη της κοινωνικής πραγματικότητας και τις ιστορικές συνθήκες που τη διαμορφώνουν. Ενδε-χομένως, το κοινωνικό κεφάλαιο δεν μειώθηκε, αλλά διοχετεύτηκε σε άλ-λες μορφές συλλογικής δράσης.
Κάνοντας μία σύγκριση της θεωρίας του Bourdieu με αυτές των Coleman και Putnam, προκύπτει ότι ο Bourdieu είναι πιο ακριβής στην πε-ριγραφή της κοινωνικής διάστασης του κεφαλαίου, ενώ οι υπόλοιποι ορι-σμοί είναι υπερβολικά γενικοί και περιλαμβάνουν κάθε είδους αλληλεπί-δραση. Επίσης, ο Bourdieu δίνει έμφαση στην κοινωνική διαστρωμάτωση, στην κάστα, στην ιεραρχία και στην ανισότητα. Αντίθετα, ο Putnam αντι-λαμβάνεται την έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου μέσω οριζοντίων δικτύ-ων. Έμφαση δίνεται στην πρόσβαση στα κοινωνικά δίκτυα, ενώ ο αποκλει-σμός από αυτά αποτελεί την αρνητική διάσταση του κοινωνικού κεφαλαί-ου. Να τονιστεί ότι το κοινωνικό κεφάλαιο έχει έναν ιδιαίτερα συμβολικό χαρακτήρα, είναι ένα εν δυνάμει όφελος και όχι μόνο κάτι πραγματικό. Ο Bourdieu θεωρεί ως ωφέλιμη την μακρόχρονη επένδυση σε ανθεκτικά δί-κτυα και όχι στις χαλαρές συνδέσεις, ενώ η προσέγγισή του έχει περισσό-τερο μακρο-κοινωνιολογικό παρά μικρο-κοινωνιολογικό χαρακτήρα.
Κοινός τόπος σε όλους τους ορισμούς του κοινωνικού κεφαλαίου (Loury, 1992, Bourdieu & Wacquant, 1992) είναι ότι εμφανίζεται ως δομι-κό χαρακτηριστικό της κοινωνίας και δεν εξαρτάται από την ατομική δρά-ση, σε αντίθεση με τις έννοιες των κοινωνικών δικτύων και της κοινωνικής υποστήριξης, που αναφέρονται και σε πράξεις ατόμων. Τα αποτελέσματά του ενισχύουν την κοινωνική συνοχή (αλλά και τον κοινωνικό έλεγχο), τη μεταβίβαση των αξιακών συστημάτων και την κοινωνική ενσωμάτωση πέ-ρα από το οικογενειακό πλαίσιο.
Η Παγκόσμια Τράπεζα ορίζει το κοινωνικό κεφάλαιο ως μία έννοια που περιλαμβάνει όλο το πλέγμα σχέσεων, θεσμών και κανόνων που δια-μορφώνουν την ποιότητα όλων των κοινωνικών αλληλοσυσχετίσεων. Ο ορισμός της επικεντρώνεται στη διάχυση των ωφελειών που απορρέουν από το κοινωνικό κεφάλαιο.
Ο Ο.Ο.Σ.Α. (OECD, 2001) αναφέρεται στα δίκτυα, τις κοινές πε-ποιθήσεις και την αλληλοκατανόηση που διέπουν τη συνεργασία ανάμεσα σε ομάδες ή στα υπο-συστήματα μιας κοινής ομάδας.
Οι Kawachi et al. (1997) θεωρούν ότι το κοινωνικό κεφάλαιο είναι κοινό χαρακτηριστικό κοινωνικών μορφωμάτων και θεσμών και εμπεριέχει έννοιες, όπως η αμοιβαιότητα, η συμμετοχικότητα, η εμπιστοσύνη. Στοχεύ-ει δε στο γενικό καλό και στην προαγωγή της κοινωνίας.
Ο Mac Gillivray (2002) επίσης αναφέρεται στο κοινωνικό κεφά-λαιο ως χαρακτηριστικό της κοινότητας, που διευκολύνει τη λειτουργία της.
Ο Randall Collins (1981) τόνισε ότι οι κανονιστικές ρυθμίσεις και τα δίκτυα έχουν κεντρικό ρόλο σε κάθε κοινωνική συνδιαλλαγή. Θεώρησε ότι βασίζονται σε ρουτίνες αλληλεπίδρασης μεταξύ των ατόμων, οι οποίες με την επανάληψη αποκτούν σταθερότερη κοινωνική υφή, μετατρέπονται σε κανόνες, ελαττώνουν την ανάγκη διαρκούς διαπραγμάτευσης και καθο-ρίζουν το πλαίσιο της κοινωνικής ζωής. Μόλις σταθεροποιηθούν, διευκο-λύνουν τις διατομικές και δι-ομαδικές συναλλαγές με πολλά αντισταθμι-στικά οφέλη για τα μέλη της κοινότητας, όπως αυξημένο πολιτισμικό κε-φάλαιο, πρόσβαση σε πληροφορίες κτλ. Παρά τα εμφανή οφέλη η σοβαρό-τητα των κοινωνικών δικτύων μπορεί να οδηγήσει σε φαινόμενα κοινωνι-κού εξοστρακισμού και απομόνωσης. Σε κάθε περίπτωση, τα κοινωνικά δίκτυα και το κοινωνικό κεφάλαιο αποτελούν συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο τοπικό και το γενικό, την άτυπη διακυβέρνηση και την κρατική εξου-σία.
Η δύναμη του κοινωνικού κεφαλαίου κατά τον Collins (1981) συ-σχετίζεται με το μέγεθος των ωφελειών που θα προκύψουν από αυτά και το βαθμό κινδύνου που προτίθεται να αναλάβει το άτομο ή η ομάδα. Σημαντι-κός παράγοντας στις κοινωνικές συνδιαλλαγές είναι η εμπιστοσύνη, δεδο-μένου του άτυπου – τις περισσότερες φορές – χαρακτήρα τους και της πι-θανότητας τα μέλη μιας ομάδας να μην είναι συνεπή στις υποχρεώσεις τους (Portes, 1998). H δύναμη των κοινωνικών δικτύων εξασφαλίζει την υπακοή των μελών για το φόβο κυρώσεων ή περιθωριοποίησης (Putnam, 1993). Αντίθετα, οι Brehm και Rahn (1997) θεωρούν ότι ο φόβος της απόρριψης δεν αρκεί για να στηρίξει τη συμφωνία των μελών μιας ομάδας. Είναι η εσωτερίκευση των αξιών της ομάδας που εξασφαλίζει τη συνοχή της.
Το κοινωνικό κεφάλαιο περικλείει θεωρητικές και πρακτικές δυ-σκολίες στον προσδιορισμό του, επειδή δεν αποτελεί συμπαγή και ευρύτε-ρα αποδεκτή έννοια σε επιστημολογικό και πρακτικό επίπεδο. Ο Bourdieu προσέδωσε σε αυτό μαρξιστική διάσταση, θεωρώντας το ταξικό χαρακτη-ριστικό, ο Coleman εστίασε στον ατομικό παράγοντα, ενώ ο Putnam εισή-γαγε τη σκοπιά της οικονομίας στη διαπραγμάτευσή του. Κατά τους Fafchamps & Minten (1998), ο όρος αναφέρεται στο συναισθηματικό από-θεμα που είναι υπεύθυνο για την υπαγωγή του ατόμου στα διάφορα κοινω-νικά μορφώματα. Κοινά σημεία όλων των ορισμών, που έχουν κατά και-ρούς δοθεί είναι:
• Η εμπιστοσύνη, προϋπόθεση απαραίτητη για την κοινωνική συνδιαλλαγή,
• Οι κανονιστικές ρυθμίσεις και ο αξιακός χαρακτήρας του κοι-νωνικού κεφαλαίου,
• Η σχέση του με τα κοινωνικά δίκτυα.
Ο Collier (1998) τόνισε ότι το κοινωνικό κεφάλαιο περιλαμβάνει όλους τους μη οικονομικούς όρους και διαδικασίες, οι οποίοι επηρεάζουν την οικονομική πρόοδο.
Οι Bazan και Schmitz (1997) άσκησαν κριτική στις απόψεις του Putnam, επειδή δεν κατάφερε να διευκρινίσει τη σχέση μεταξύ των κοινω-νικών πόρων και των προσδοκώμενων αποτελεσμάτων από αυτούς.
Ο Coleman (1988) υποστηρίζει ότι το κοινωνικό κεφάλαιο δεν απο-τελεί μία ενιαία έννοια, αλλά ένα άθροισμα κοινών στοιχείων, τα οποία αποτελούν πλευρές των κοινωνικών δομών και παράλληλα διευκολύνουν ορισμένες ατομικές ή συλλογικές δράσεις. Προχωρά μάλιστα στη διάκριση φυσικού, ανθρώπινου και κοινωνικού κεφαλαίου. Το πρώτο αναφέρεται στον υλικό κόσμο, το δεύτερο στις δεξιότητες και γνώσεις των ατόμων και το τρίτο στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Οι Mahieu και Βallet (1998) ορίζουν το κοινωνικό κεφάλαιο ως προσδοκία αποκόμισης κερδών, τα οποία προκύπτουν από τις κοινωνικές συνθήκες που επηρεάζουν την παραγωγή.
Ο ορισμός του Dubois (1998) δίνει έμφαση στη γνωστική διάσταση του κοινωνικού κεφαλαίου και υπό την έννοια αυτή εισάγει τη γνώση των κανόνων που αναγκαστικά περιέχεται σε αυτό.
Ο Schiff (1997, 1998) ορίζει το κοινωνικό κεφάλαιο ως το σύνολο των στοιχείων της κοινωνικής δομής που επηρεάζουν τις σχέσεις των ατό-μων και τα οποία καθορίζουν το βαθμό χρησιμότητας ή ανταποδοτικότητας της παραγωγής.
Μία παράμετρος του κοινωνικού κεφαλαίου είναι η «συνδεσιμότη-τα», που αναφέρεται στους δεσμούς του τοπικού κοινωνικού κεφαλαίου με ευρύτερες κρατικές, γεωγραφικές, οικονομικές και πολιτικές δομές (κάθετη συνδεσιμότητα) και στην ενοποίηση του εκάστοτε περιφερειακού δυναμι-κού και υποσυστημάτων (οριζόντια συνδεσιμότητα) για την απρόσκοπτη διαχείριση των πόρων (Granovetter, 1973. Warner et al., 1997. Warner, 1999). Σε ατομικό επίπεδο η επέκταση αυτή των προσωπικών δικτύων ενι-σχύεται από την αλληλεπίδραση μέσω της εργασίας του σχολείου και της απασχόλησης, ενώ σε επίπεδο κοινότητας τονώνεται μέσω πολιτικών και πολιτισμικών δραστηριοτήτων.
Συναφής προς τον όρο κοινωνικό κεφάλαιο είναι η έννοια των κοι-νωνικών δικτύων. Ως κοινωνικά δίκτυα μπορούν να οριστούν τα «πολυδιά-στατα συστήματα επικοινωνίας και διαμόρφωσης της ανθρώπινης πρακτι-κής και της κοινωνικής ταυτότητας» (Χτούρης, 2004). Οι Walker, MacBride και Vachon (1977) όρισαν ως κοινωνικό δίκτυο το άθροισμα των προσωπικών επαφών μέσω των οποίων το άτομο διατηρεί την κοινωνική του ταυτότητα, λαμβάνει συναισθηματική υποστήριξη, υλική ενίσχυση και συμμετοχή στις υπηρεσίες, έχει πρόσβαση στις πληροφορίες και δημιουρ-γεί νέες κοινωνικές επαφές. Τα κοινωνικά δίκτυα συνήθως αποτελούνται από τα μέλη της οικογένειας, τους φίλους και τους γνωστούς και περιλαμ-βάνουν τρεις κρίσιμες έννοιες: α) το μέγεθος ή το εύρος, το οποίο αναφέρε-ται στον αριθμό των ατόμων που συμμετέχουν στο δίκτυο, β) τη σύνθεση, που αφορά το ποσοστό συμμετοχής στο δίκτυο μελών της ευρύτερης οικο-γένειας ή φίλων και γ) τη συχνότητα, που δηλώνει το πόσο συχνά τα μέλη ενός κοινωνικού δικτύου αλληλεπιδρούν (Χτούρης, 2004. Χτούρης, Ζήση, Παπάνης & Ρόντος, 2004).
Κάνοντας αναφορά στο κοινωνικό κεφάλαιο, συχνά γίνεται διαχω-ρισμός από τους όρους «ανθρώπινο κεφάλαιο» και «πολιτισμικό κεφάλαι-ο», καθώς συχνά προκαλείται σύγχυση. Ενώ το κοινωνικό κεφάλαιο θεω-ρείται συχνά χαρακτηριστικό που διαθέτουν κοινότητες, το ανθρώπινο κε-φάλαιο αναφέρεται στις δεξιότητες, στα προσόντα και στη γνώση που δια-θέτουν τα άτομα. Το πολιτισμικό κεφάλαιο θεωρείται μέρος του ανθρώπι-νου κεφαλαίου και αποτελεί συσσώρευση των ταλέντων, των δεξιοτήτων, της εκπαίδευσης και της πολιτισμικής δραστηριότητας ενός ατόμου (Matarasso, 1999). Υπάρχει βέβαια και η άποψη κατά την οποία το πολιτι-σμικό κεφάλαιο αποτελεί μέρος του κοινωνικού κεφαλαίου, αφού οι πολι-τισμικές δραστηριότητες μίας κοινότητας συμβάλλουν στη βελτίωση των σχέσεων, την ανάπτυξη κοινωνικών δικτύων και συνεπώς την ενίσχυση του κοινωνικού κεφαλαίου (Gould, 2001).

Α4. Κριτική κοινωνικού κεφαλαίου

Ο Woolcock (2001) αναφέρει το πλήθος των κριτικών που έχουν ασκηθεί στον όρο κοινωνικό κεφάλαιο. Κυρίως καταφέρεται εναντίον της άκριτης χρήσης του σε κάθε πτυχή της κοινωνιολογικής σκέψης, που πολ-λές φορές προσλαμβάνει τη μορφή συρμού. Το κοινωνικό κεφάλαιο δεν είναι παρά αναδιατύπωση παλαιότερων θεωριών, στερείται εμπειρικής ταυ-τοποίησης και αγνοεί γενικά την καταλυτική επιρροή της εξουσίας. Ο όρος μεταφέρθηκε αυτούσιος μέσω της αμερικανικής έρευνας στη βρετανική, αγνοώντας το πολιτιστικό υπόβαθρο των εθνών, καθώς και τις διαφυλικές διαφορές. Οι Sixmith et al. (2001) αποδοκιμάζουν τη χρήση δευτερογενών πηγών δεδομένων για την ανάλυση του κοινωνικού κεφαλαίου.
Ο Putnam στα πρώιμα έργα του θεώρησε ότι το κοινωνικό κεφά-λαιο αποτελεί κοινωνικό αγαθό. Ο Halpern (1999) όμως παρατήρησε ότι το οργανωμένο έγκλημα απαιτεί ύπαρξη κοινωνικών δικτύων με κοινή κουλ-τούρα για να εξαπλωθεί. Ο Portes (1998) διαπιστώνει ότι το κοινωνικό κε-φάλαιο μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο για τον κοινωνικό αποκλεισμό, δε-δομένου ότι αποκλείει τα ξένα στοιχεία και αυξάνει την αίσθηση της εσω-ομάδας. Επιπλέον, αγνοεί τις ατομικές φιλοδοξίες, ισοπεδώνοντας την προσωπικότητα σε συλλογικές δράσεις.
Άλλες κριτικές αφορούν την τάση που υπάρχει να συσχετίζεται το κοινωνικό κεφάλαιο με κάθε κοινωνική μεταβλητή. Η συσχέτιση είναι συ-νήθως έμμεση, δεν καταγράφει την πορεία της σχέσεως και δεν αποκλείει την ύπαρξη τρίτων ή παρασιτικών μεταβλητών. Τέλος, η μείωση του κοι-νωνικού κεφαλαίου, την οποία διαπιστώνει ο Putnam, δεν μπορεί να απο-δειχθεί, δεδομένου ότι νέες μορφές κοινωνικής συμμετοχής έχουν ανακύ-ψει. Σε τελική ανάλυση όμως, η προσπάθεια του Putnam να στηρίξει θεω-ρητικά και εμπειρικά το κοινωνικό κεφάλαιο αναδεικνύει μια άλλη βαθύ-τερη πτυχή: την εισαγωγή της κοινωνικής διάστασης στον καπιταλισμό. Η ευρύτατη αποδοχή του όρου από ερευνητές και το κοινό αντικατόπτρισαν την ανάγκη ανάδειξης της κοινωνίας των πολιτών.

Α5. Μέτρηση κοινωνικού κεφαλαίου

Σύμφωνα με το αυστραλιανό μοντέλο (Edwards, 2004), o όρος κοι-νωνικό κεφάλαιο συσχετίζεται με πολλές κοινωνιολογικές έννοιες, χωρίς να ταυτίζεται με αυτές. Τέτοιες είναι: η κοινωνική συμμετοχή (social participation), δηλαδή η διαδικασία κοινωνικοποίησης μέσω δραστηριοτή-των με κοινό νόημα και η εμπλοκή σε εκφάνσεις του κοινωνικού βίου, η κοινωνική προσκόλληση (social attachment), που αναφέρεται στη συναι-σθηματική επένδυση του ατόμου, όσον αφορά τις κοινωνικές του σχέσεις, η κοινωνική ενσωμάτωση (social inclusion), δηλαδή η ενεργός κοινωνική ζωή του ατόμου. Επίσης περιλαμβάνει τα δραστήρια κοινωνικά και οικογε-νειακά δίκτυα, τις επαγγελματικές σχέσεις, την κοινωνική απομόνωση, δη-λαδή την άρνηση πρόσβασης σε κοινωνικές διαδικασίες ή θεσμούς, που επιβάλλεται σε κοινωνικές διαδικασίες ή θεσμούς και επιβάλλεται στα ά-τομα παρά τη θέλησή τους, την κοινωνική αποστέρηση, που περιλαμβάνει πλειάδα παραγόντων, οι οποίοι μειώνουν την ικανότητα των ατόμων να δρουν και να σκέφτονται κοινωνικά και την κοινωνική συνοχή, δηλαδή την ενδυνάμωση των κοινωνικών σχέσεων και θεσμών, καθώς και την εξάλει-ψη των ανισοτήτων. Τέλος, βασικός παράγοντας στη μέτρηση του κοινωνι-κού κεφαλαίου είναι η κοινότητα, δηλαδή το περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύσσονται όλες οι κοινωνικές δραστηριότητες.
Η μέτρηση στις κοινωνικές επιστήμες είναι εξαιρετικά δύσκολη, γιατί προϋποθέτει τον επιμερισμό αφηρημένων εννοιών σε παρατηρήσιμες συμπεριφορές και παράγοντες που αντιστοιχούν σε κοινωνικούς όρους. Παράλληλα, η εγκαθίδρυση αιτιακών σχέσεων είναι αμφίβολη και – τις περισσότερες φορές – μη θεμιτή. Οι κοινωνικοί επιστήμονες αρκούνται στην επισήμανση συσχετίσεων μεταξύ μεταβλητών, οι οποίες στην καλύ-τερη περίπτωση οδηγούν στη διατύπωση μοντέλων παλινδρόμησης με με-γάλο ποσοστό σφάλματος. Παρόλα αυτά, έχουν γίνει πολλές προσπάθειες ποσοτικής και εμπειρικής κατοχύρωσης της θεμελιώδους έννοιας του κοι-νωνικού κεφαλαίου. Το βασικότερο πρόβλημα στη μέτρηση του κοινωνι-κού κεφαλαίου είναι η έλλειψη πρωτογενών ερευνών και οι αναλύσεις που προέρχονται από δευτερογενή δεδομένα.
Είναι γενικά αποδεκτό ότι το κοινωνικό κεφάλαιο αποτελεί ιδιότη-τα της ομάδας και όχι του ατόμου και αυτό καθιστά δυσχερέστερη τη μέ-τρησή του. Οι Cote και Healy (2001) θεωρούν ότι η πολυπαραγοντικότητα της έννοιας επιβάλλει την ενδελεχή εξέταση όλων των πιθανών παραμέ-τρων. Ταυτόχρονα, είναι απαραίτητο να λαμβάνεται υπόψη το πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκδηλώνονται οι συμπεριφορές που περιγράφουν το κοινωνικό κεφάλαιο. Tην άποψη αυτή εξέφρασε πρώτος ο Robinson (1997) στην έρευνά του για τις κοινότητες των Maori, στις οποίες διαπί-στωσε ότι οι σχέσεις των μελών μιας εκτεταμένης οικογένειας αποτελού-σαν τη βάση και το φίλτρο για την οικοδόμηση οποιασδήποτε κοινωνικής συνδιαλλαγής.
Μια πρώιμη προσπάθεια μέτρησης, που έλαβε υπόψη τον πολυπο-λιτισμικό χαρακτήρα του κοινωνικού κεφαλαίου, είναι το Παγκόσμιο Ερω-τηματολόγιο Αξιών (World Value Survey) (Inglehart & Abramson, 1994), που χορηγήθηκε σε 43 χώρες. Αν και περιλαμβάνει ερωτήσεις που αφο-ρούν μια πληθώρα παραγόντων (πολιτικούς, οικονομικούς και πολιτιστι-κούς), πολλοί από αυτούς μετρούν απευθείας το κοινωνικό κεφάλαιο και ειδικότερα τη συμμετοχή (συχνότητα και ποιότητα) σε κοινωνικά δρώμενα και οργανισμούς, καθώς και την κοινωνική εμπιστοσύνη. Το ερωτηματο-λόγιο αυτό επικρίθηκε, επειδή αδυνατεί να καταγράψει τα χαρακτηριστικά των οργανισμών και αγνοούσε τις παραδοσιακές κοινωνικές δομές στις υπό ανάπτυξη χώρες.
Το Παγκόσμιο Ερωτηματολόγιο Κοινωνικού Κεφαλαίου (World Social Capital Survey) των Narayan και Cassidy (2001) καλύπτει τις δύο αυτές διαστάσεις. Το Παγκόσμιο Ερωτηματολόγιο Αξιών δεν βρήκε συνά-φεια ανάμεσα στο κοινωνικό κεφάλαιο και την οικονομική ανάπτυξη, αλλά κατάφερε να εδραιώσει μια ασθενή συσχέτιση (r = 0,33) ανάμεσα στην οι-κονομική ανάπτυξη και το κοινωνικό κεφάλαιο σε χώρες με ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα. Το εύρημα αυτό είναι σύμφωνο με τον Putnam, ο ο-ποίος συσχέτισε το κοινωνικό κεφάλαιο με τα πρώιμα στάδια οικονομικής ανάπτυξης.
Ένα πρακτικό μέσο μέτρησης του κοινωνικού κεφαλαίου αναπτύ-χθηκε από τους Onyx και Bullen (New South Wales Study, 1997) και ανα-φερόταν στην αξιολόγηση οργανισμών στα πλαίσια της κοινότητας και τη συμβολή τους στην οικοδόμηση κοινωνίας των πολιτών. Χρησιμοποιώντας εμπειρικά δεδομένα από πέντε αυστραλιανές κοινότητες και με τη μέθοδο της ανάλυσης παραγόντων ανακάλυψαν ένα γενικευμένο παράγοντα και οκτώ υπο-παράγοντες: συμμετοχή στην τοπική κοινότητα, πρόληψη σε κοινωνικό πλαίσιο, συναισθήματα εμπιστοσύνης και ασφάλειας, δίκτυα γειτνίασης, οικογενειακά δίκτυα, ανοχή προς τη διαφορετικότητα, κατανό-ηση της αξίας της ζωής και επαγγελματικά δίκτυα. Αντίθετα, ερωτήσεις που αφορούσαν κυβερνητικές πολιτικές και οργανώσεις δεν συσχετίζονταν με το γενικό παράγοντα κοινωνικού κεφαλαίου. Και στην περίπτωση αυτή όμως, το ερωτηματολόγιο δεν μετρούσε την ποιότητα των αλληλεπιδράσε-ων. Τη διάσταση αυτή επιχείρησαν να μετρήσουν αργότερα οι Narayan και Cassidy (2001).
Χρησιμοποιώντας μέρος του Παγκόσμιου Ερωτηματολογίου Α-ξιών, ο John Sudarksy (1999) κατασκεύασε το Βαρόμετρο του Κοινωνικού Κεφαλαίου (The Barometer of Social Capital), που βασιζόταν σε δύο κυρί-ως διαστάσεις: το κοινωνικό κεφάλαιο και την εμπιστοσύνη σε άτυπες πη-γές πληροφόρησης. Με τη μέθοδο της ανάλυσης παραγόντων ο Sudarksy κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πρώτη διάσταση ερμηνεύει το 38% της διασποράς, ενώ η δεύτερη διάσταση το 12%. Παράλληλα, εντόπισε οκτώ διαστάσεις του κοινωνικού κεφαλαίου: την εμπιστοσύνη στους θεσμούς, τη συμμετοχή στα κοινά, την αμοιβαιότητα και αλληλεγγύη, τις οριζόντιες σχέσεις, την ιεραρχία, τον κοινωνικό έλεγχο, τον εκδημοκρατισμό και την πολιτική δράση. Από την παραπάνω επισκόπηση προκύπτει ότι υπάρχει μεγάλη συμφωνία των ερευνητών ως προς τις διαστάσεις που συνθέτουν το κοινωνικό κεφάλαιο, με κυριότερη αυτή της εμπιστοσύνης, της ασφάλειας, των οικογενειακών και φιλικών σχέσεων, της αμοιβαιότητας και της κοι-νωνικής δράσης.
Σύμφωνα με τις θεωρίες της μορφολογικής σχολής, το άθροισμα δεν είναι ποτέ το σύνολο των μερών, αλλά το σύνολο των σχέσεων των μερών. Το πρόβλημα με τις μελέτες για το κοινωνικό κεφάλαιο είναι ότι βασίζονται σε εξατομικευμένες συνεντεύξεις, ενώ η ίδια η έννοια αποτελεί χαρακτηριστικό της κοινότητας και της συλλογικής έκφρασης (Portes & Landolt, 1996). Σύμφωνα με τους Baron et al. (2000), το γεγονός αυτό α-πειλεί την εγκυρότητα των ερωτηματολογίων, εφόσον αυτά δεν συνοδεύο-νται από πληροφορίες σχετικά με τον ενεργητικό ή παθητικό ρόλο των α-τόμων και τη συνεισφορά τους στο κοινωνικό κεφάλαιο. Οι ενστάσεις αυ-τές είναι πιο φανερές όσον αφορά την εμπιστοσύνη, δεδομένου ότι δεν μπορεί ο μελετητής να είναι σίγουρος εάν πρόκειται για ατομική μεταβλη-τή που επηρεάζεται από το φύλο ή την ηλικία, για παράδειγμα, ή για την αξία που επιβάλλεται από το κοινωνικό περιβάλλον ή την παράδοση.
Ο Coleman (1988) κατά τη μέτρηση του κοινωνικού κεφαλαίου και το συσχετισμό του με τη σχολική επίδοση, χρησιμοποίησε ως ανεξάρτητες μεταβλητές τα δημογραφικά χαρακτηριστικά και την οικογένεια. Άλλοι ερευνητές χρησιμοποίησαν επίσης το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, την εθνικότητα, τον αριθμό των αδερφών, την αλλαγή κατοικίας, την εργασια-κή κατάσταση της μητέρας κατά την προσχολική ηλικία των παιδιών, τις προσδοκίες της μητέρας για τη σχολική επίδοση των παιδιών, την ποιότητα επικοινωνίας ανάμεσα στα παιδιά και τους γονείς και την παρουσία και των δύο γονέων στο σπίτι (Elliot, 2001).
O Hall (1999) εστιάζει στα τυπικά και άτυπα δίκτυα και στις κανο-νιστικές ρυθμίσεις που τα καθορίζουν. Θεωρεί ότι, παρόλο που ο εθελοντι-σμός αποτελεί βασική πηγή μέτρησης του κοινωνικού κεφαλαίου, πρέπει να εξετάζονται και άλλες μορφές κοινωνικής δράσης, όπως η φιλανθρωπία και οι σχέσεις που αναπτύσσονται στα πλαίσια στης γειτονιάς.
Ο Putnam (2000) επικεντρώθηκε στην αποτελεσματικότητα των τοπικών και περιφερειακών πολιτικών στην Ιταλία και μέτρησε παράγοντες όπως τη στέγαση, την καθημερινή φροντίδα, τις οικογενειακές κλινικές κτλ. Όσον αφορά τη συμμετοχή στα κοινά, βασίστηκε στο ποσοστό συμμε-τοχής σε εκλογικές διαδικασίες, την ανάγνωση εφημερίδων και την κατά κεφαλήν συμμετοχή σε αθλητικές, πολιτιστικές και εθελοντικές δραστηριό-τητες (Wilkinson, 1996).
Σύμφωνα με τον Putnam το κοινωνικό κεφάλαιο έχει δυναμικά και μετρήσιμα αποτελέσματα σε πολλούς τομείς της ζωής που είναι κάτι πε-ρισσότερο από θερμά συναισθήματα στοργής ή αίσθηση υπερηφάνειας που απορρέει από τη συμμετοχή σε μία κοινότητα (Putnam, 2000). Τα εν λόγω αποτελέσματα συνίστανται στη μείωση της εγκληματικότητας (Halpern, 1999, 2001. Putnam, 2000), σε καλύτερη υγεία (Wilkinson, 1996), στη μα-κροζωία (Putnam, 2000), στη βελτίωση της σχολικής επίδοσης (Coleman, 1988), σε ίση κατανομή εισοδήματος (Wilkinson, 1996. Kawachi et al., 1997), στη βελτίωση της φροντίδας των παιδιών και τον περιορισμό της κακοποίησής τους (Cote & Healy, 2001), σε πιο αποτελεσματική διακυ-βέρνηση (Putnam, 1995) και σε καλύτερη οικονομική απόδοση μέσω της αυξημένης εμπιστοσύνης (Fukuyama, 1995, 2000). Τα άτομα που διαθέ-τουν κοινωνικό κεφάλαιο έχουν περισσότερες πιθανότητες να χαίρουν κα-λύτερης υγείας, στέγασης, να εργάζονται και να είναι ευτυχισμένα.

Α6. Koινωνικό κεφάλαιο και κοινωνικός αποκλεισμός

Το κοινωνικό κεφάλαιο μιας περιοχής αποτελεί δικλείδα ασφαλείας στις διακρίσεις και τον κοινωνικό αποκλεισμό, καθώς συνεπάγεται βελτίω-ση της ποιότητας ζωής και του βιοτικού επιπέδου. Επιπλέον, οι σχέσεις ε-μπιστοσύνης, τις οποίες ευνοεί και στις οποίες βασίζεται, αντιστρατεύονται τις καταστάσεις περιθωριοποίησης των ομάδων που μειονεκτούν.
Το χαμηλό εισόδημα είναι ο κυριότερος δείκτης κοινωνικού απο-κλεισμού, καθώς συνδέεται με μικρό προσδόκιμο μέσο όρο ζωής, έλλειψη συμμετοχής στα κοινωνικά δρώμενα, περιθωριοποίηση και αποκλεισμό από την πλειονότητα των παροχών. Πέρα από τα όρια φτώχειας που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι μελλοντικοί δείκτες πρέπει να καταγράφουν την εμμονή σε επίπεδα χαμηλού εισοδήματος και τη χρονική διάρκεια πα-ραμονής σε αυτήν την κατάσταση, την πιθανότητα εξόδου από τις χαμηλές εισοδηματικές τάξεις, την προσωπική εκτίμηση των πολιτών για τις οικο-νομικές τους δυσκολίες, τον αριθμό των ατόμων που βασίζουν την επιβίω-σή τους σε επιδόματα και τη γεωγραφική κατανομή της φτώχειας. Ο ορι-σμός του Townsend (1979) για τη φτώχεια αναφέρεται σε άτομα, οικογέ-νειες και ομάδες, που δεν διαθέτουν τους πόρους, για να ακολουθήσουν ένα συγκεκριμένο τρόπο διαβίωσης, δεν δύνανται να συμμετέχουν στις δραστηριότητες της κοινότητάς τους και δεν χαίρουν των συνθηκών διαβί-ωσης και των συνήθων ανέσεων (Townsend, 1979). Ο Bradshaw (2001) πραγματεύτηκε τη σχέση ανάμεσα στη φτώχεια και τα αποτελέσματά της για τα παιδιά. Βρέθηκε συνάφεια ανάμεσα στα παιδιά που διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας με: αυξημένους δείκτες θνησιμότητας, ελλιπές βάρος, μολυσματικές ασθένειες, ασθένειες των δοντιών και παχυσαρκία λόγω κα-κής διατροφής, αυξημένη φυσική δραστηριότητα, παιδική κακοποίηση, εγκυμοσύνη κατά την εφηβεία, άθλιες συνθήκες διαβίωσης, έλλειψη στέ-γης, κακή σχολική επίδοση, απόπειρες αυτοκτονίας και ψυχικές ασθένειες. Εκείνοι που κινδυνεύουν περισσότερο από κοινωνικό αποκλεισμό δεν είναι όσοι είναι βραχυπρόθεσμα ή σπανίως φτωχοί, αλλά όσοι διαβιούν στη φτώχεια συχνά ή για μεγάλα χρονικά διαστήματα (Burgess & Pande, 2002).
Η κοινωνική ενσωμάτωση και ευημερία αναφέρεται στη δυνατότη-τα των πολιτών να εκδηλώνουν πλήρως τις δυνατότητές τους στον επαγ-γελματικό τομέα. Ο αποκλεισμός από την αγορά εργασίας, η υποαπασχό-ληση και η ανεργία μπορεί να έχουν αρνητικές συνέπειες στη φυσική και ψυχολογική υγεία. Ευάλωτες ομάδες υπό αυτήν την έννοια είναι οι μόνοι γονείς, τα άτομα με αναπηρίες, οι άνεργοι άνω των 45 ετών, οι νεοεισερχό-μενοι στον επαγγελματικό στίβο κτλ. Οι δείκτες που χρησιμοποιούνται εί-ναι το ποσοστό των ατόμων σε ηλικία για εργασία που είναι αποκλεισμένα από αυτήν, οι μακροχρόνια άνεργοι, οι χαμηλόμισθοι. Οι μελλοντικοί δεί-κτες οφείλουν να καταγράψουν το ποσοστό των νοικοκυριών, των οποίων κανένα μέλος δεν απασχολείται σε κάποια θέση εργασίας.
Η ελλιπής εκπαίδευση είναι αιτία κοινωνικού αποκλεισμού και ο καλύτερος τρόπος αποφυγής του. Τα κοινωνικώς αποκλεισμένα άτομα στε-ρούνται των βασικών εφοδίων ζωής, όπως τον αριθμητικό και γραμματικό γραμματισμό, τις κοινωνικές δεξιότητες και την ικανότητα επικοινωνίας. Οι πολίτες που αποκλείονται ή εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο δεν έ-χουν την ευκαιρία να αποκτήσουν εξειδικευμένη γνώση και αυτοεκτίμηση και αδυνατούν να νοήσουν τον εαυτό τους ως κοινωνικά ενταγμένο. Οι συ-νηθέστεροι δείκτες είναι το ποσοστό των απουσιών από το σχολείο, το πο-σοστό των μαθητών που δεν ολοκληρώνουν την υποχρεωτική εκπαίδευση, το ποσοστό των εργαζομένων χωρίς τυπικά προσόντα. Οι μελλοντικοί δεί-κτες πρέπει να καταγράψουν την επαγγελματική και κοινωνική πορεία των ατόμων που έχουν εγκαταλείψει την εκπαίδευση και τη δυνατότητα κατάρ-τισης και δια βίου εκπαίδευσης.
Η έλλειψη στέγης ή η κακή ποιότητα στέγασης είναι άλλος ένας δείκτης κοινωνικού αποκλεισμού, που επηρεάζει την ατομική και οικογε-νειακή υγεία, την ανάπτυξη των παιδιών. Δείκτες στέγασης περιλαμβάνουν το ποσοστό των αστέγων, το ποσοστό των νοικοκυριών σε πυκνοκατοικη-μένες περιοχές, τις ομάδες υψηλού κινδύνου, όσον αφορά την απώλεια της στέγης. Άλλοι παρεμφερείς δείκτες περιλαμβάνουν την έλλειψη θέρμανσης και την αδυναμία επισκευής των σπιτιών.
Η συμμετοχικότητα είναι άλλος ένας δείκτης κοινωνικού αποκλει-σμού. Τα άτομα που δεν συμμετέχουν σε κοινωνικές ομάδες δεν μπορούν να διασφαλίσουν την προσωπική τους εξέλιξη και δεν ενδιαφέρονται για το καλό των συνανθρώπων τους. Ο κυριότερος δείκτης είναι το ποσοστό απο-χής από τις εκλογές.
Οι δείκτες γονιμότητας μπορούν να αποτελέσουν ενδείξεις κοινω-νικού αποκλεισμού, καθώς συνδέονται με κακή υγεία και θνησιμότητα. Οι πιο γνωστοί είναι τα ποσοστά εγκυμοσύνης των γυναικών κάτω των 16 ε-τών, τα ελλιποβαρή παιδιά (κάτω από 2500 γρ.) και ο αριθμός των θανάτων ατόμων κάτω των 65 ετών. Πιθανοί μελλοντικοί δείκτες θα καταγράφουν τα ποσοστά των θανάτων από συγκεκριμένες ασθένειες, όπως καρκίνους ή εμφράγματα και αυτοκτονίες και μακροχρόνιες αρρώστιες.

Α7. Κοινωνικό κεφάλαιο και κοινωνία της γνώσης

Η Κοινωνία της Γνώσης αναφέρεται στην αυξανόμενη επίδραση της κατοχής πληροφοριών σε όλες τις πτυχές του κοινωνικού και ατομικού γίγνεσθαι. Ο Drucker (1957) πολύ νωρίς επισήμανε ότι η γνώση επιδρά και στην εργασία, η οποία πλέον εμπεριέχει τη δημιουργικότητα, παρέχει ορά-ματα και στόχους και θεμελιώνεται στην πνευματική και όχι στη χειρωνα-κτική εργασία. Η κοινωνία της γνώσης ακολουθεί τους μετασχηματισμούς που επιβάλλει η παγκοσμιοποιημένη οικονομία και τους αντανακλά στον εργασιακό χώρο, απαιτώντας ροή της πληροφορίας, πρόσβαση σε αυτήν, δια βίου εκπαίδευση και κατάρτιση, επαγγελματική και γεωγραφική κινη-τικότητα. Η έμφαση μετατίθεται στο ανθρώπινο δυναμικό, τα φυσικά ε-μπόδια παραμερίζονται και οι αποκλεισμένες ομάδες αποκτούν τη δυνατό-τητα για ενσωμάτωση μέσω της διαχείρισης της γνώσης. Οι πληροφορίες, κωδικοποιημένες και ομαδοποιημένες, εξαπλώνονται ταυτόχρονα μέσω της τεχνολογίας και για πρώτη φορά μπορούν να μεταδίδονται προσωποποιη-μένες ανάλογα με τα ενδιαφέροντα του καθενός. Η διάχυση της γνώσης ευαγγελίζεται την αύξηση της παραγωγής, την προσπελασιμότητα του πλούτου, τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, εφόσον ικανοποιηθούν κά-ποιες συνθήκες και προσαρμογές στον τρόπο σκέψης.
Το κοινωνικό κεφάλαιο προάγει τις γνώσεις, ενισχύει τις δεξιότητες και τα προσόντα των ατόμων, επιμερίζει τη συλλογική μάθηση, δημιουργεί το απαραίτητο υπόβαθρο εμπιστοσύνης και αμοιβαιότητας και διευκολύνει την οικονομική και προσωπική ανάπτυξη. Τονώνει κατ’ αυτόν τον τρόπο το ανθρώπινο κεφάλαιο, που καθορίζει την ανταγωνιστικότητα της κοινω-νίας και – εν πολλοίς – την επιβίωσή της. Είναι κοινός τόπος ότι οι σύγχρο-νες οικονομικές θεωρίες επενδύουν πολλά στον ανθρώπινο παράγοντα και στη δυνατότητα που διαθέτει να αντλεί πληροφορίες μέσα από ανεπίσημα συστήματα εκπαίδευσης και τις εμπειρίες του από τη συνδιαλλαγή με τα υπόλοιπα μέλη μιας κοινότητας.
Ταυτόχρονα, όμως, νέες μορφές αποκλεισμού προκύπτουν για ό-σους δεν έχουν τη δυνατότητα να ακολουθήσουν τις φρενήρεις αλλαγές ή δεν ζουν σε κοινωνίες με ισχυρά κοινωνικά δίκτυα, που ευνοούν την εξά-πλωση των νέων αρχών και μέσων. Το ψηφιακό χάσμα δεν αναφέρεται μό-νο σε εκείνους που δεν έχουν πρόσβαση σε υπολογιστές ή στο διαδίκτυο, αλλά και στην πολιτική ατολμία για εφαρμογή καινούριων συστημάτων διακυβέρνησης ή σε κοινωνικές ομάδες με οπισθοδρομικό τρόπο σκέψης και γνωστικά σχήματα άκαμπτα στην αλλαγή. Οι κοινωνίες με ισχυρό κοι-νωνικό κεφάλαιο είναι πιο ευέλικτες και ανεκτικές, προσαρμόζονται ευκο-λότερα στη διαφορετικότητα και αναπτύσσουν με την αλληλεπίδραση συλ-λογική αυτοεκτίμηση, που αποτελεί το απαραίτητο υπόβαθρο για την πρό-σκτηση της γνώσης.

Α8. Κοινωνικό κεφάλαιο και εκπαίδευση

Επεκτείνοντας τη θεωρία του Coleman, μπορεί εύκολα να διαπι-στωθεί ότι κοινωνικά μορφώματα και θεσμοί είναι φορείς κοινωνικού κε-φαλαίου, το οποίο διαθέτουν σε διαφορετικές μορφές και σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Είναι προφανές ότι τα μέλη της κοινότητας που μετέχουν σε αυτά καρπώνονται αθροιστικά τα οφέλη από το κοινωνικό κεφάλαιο, αποκομίζοντας παράλληλα πολλαπλές μορφωτικές ευκαιρίες. Είναι επίσης γεγονός ότι οι φορείς (σχολεία, εκπαιδευτικά ιδρύματα, μορφωτικοί σύλλο-γοι) δεν διανέμουν ισομερώς τα αγαθά της παιδείας, έστω και αν οι ίσες εκπαιδευτικές ευκαιρίες κατοχυρώνονται συνταγματικώς, αλλά έχουν την τάση να τα προσφέρουν στα άτομα εκείνα που διαθέτουν περισσότερα κοι-νωνικά δίκτυα και δεσμούς που επεκτείνονται πέρα από το στενό οικογε-νειακό περιβάλλον. Τα αγαθά αυτά μπορούν να προσλάβουν τη μορφή α-καδημαϊκής βοήθειας, συχνότερης επικοινωνίας καθηγητών-μαθητών-γονέων, επαγγελματικού προσανατολισμού, καθώς και συμβουλευτικής και ενισχυτικής διδασκαλίας (Stanton-Salazar & Dornbusch, 1995).
Επιπροσθέτως, η έννοια της παιδείας δεν μπορεί να περιοριστεί στα στενά πλαίσια του εκπαιδευτικού συστήματος. Ένα μεγάλο μέρος της μά-θησης αντλείται μέσα από προσωπικές εμπειρίες, βιώματα επικοινωνίας με πρόσωπα και φορείς και κυρίως μέσω της συλλογικής δράσης. Είναι αυτή η διάσταση της παιδείας, που μπορεί να χαρακτηριστεί άτυπη, η οποία απο-τυπώνεται εντονότερα και ασκεί μεγαλύτερη επίδραση στην αλλαγή συ-μπεριφοράς, επειδή ακριβώς έχει βιωματικό και κοινωνικοποιητικό χαρα-κτήρα.
Παρόλα αυτά, για να μπορέσει το άτομο να επωφεληθεί από τις μορφωτικές ευκαιρίες, πρέπει οι δεσμοί των κοινωνικών του δικτύων να είναι έντονοι (bonding) και όχι χαλαροί, και το κοινωνικό κεφάλαιο να α-ποσκοπεί στη γεφύρωση (bridging) των περιορισμένων τοπικών με τα ευ-ρύτερα κοινωνικά δίκτυα. Απαιτείται συλλογική προσπάθεια, για να ευδο-κιμήσουν οι επιλογές που ανοίγονται από την αξιοποίηση του κοινωνικού κεφαλαίου, του οποίου τα αποτελέσματα είναι ομαδικά και όχι ατομικά. Τέτοια είναι η βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης, το άνοιγμά της προς την κοινωνία, η συμπόρευσή της με τα κοινωνικά δρώμενα και η εν-σωμάτωση των χαρακτηριστικών της κοινότητας.
Ο Coleman (1988) παρατήρησε ότι οι σπουδαστές των καθολικών σχολείων είχαν υψηλότερες επιδόσεις από αυτές των δημοσίων σχολείων, επειδή είχαν στενότερους δεσμούς. Κανείς βέβαια δεν μπορεί να αποκλεί-σει την περίπτωση τα καθολικά σχολεία να είχαν αυστηρότερη πειθαρχία.
Οι Ho Sui-Chu και Wilms (1996) παρατήρησαν ότι οι μαθητές, των οποίων οι γονείς συμμετείχαν ενεργά στα σχολικά συμβούλια και ενημε-ρώνονταν για την επίδοση των παιδιών τους, είχαν κατά μέσο όρο υψηλό-τερη βαθμολογία από τους υπόλοιπους. Συμπέρανε ότι η επέκταση των κοινωνικών δικτύων πέρα από τα πλαίσια της οικογένειας είχε πολλαπλα-σιαστικά οφέλη.
Οι Astone και MacLanahan (1991) παρατήρησαν ότι οι μονογονεϊ-κές οικογένειες, εξαιτίας των βιοτικών προβλημάτων, διέθεταν χαμηλότερο κοινωνικό κεφάλαιο και τα παιδιά που προέρχονταν από αυτές είχαν χαμη-λότερες βαθμολογίες. Τέλος, σύμφωνα με τον Downey (1994), οι πολύτε-κνες οικογένειες είχαν λιγότερες εκπαιδευτικές προσδοκίες για τα παιδιά τους, δεν επικοινωνούσαν συχνά με καθηγητές ή άλλους εκπαιδευτικούς φορείς και αυτό φαινόταν να επηρεάζει την απόδοση των παιδιών.

Α9. Koινωνικό κεφάλαιο και ελληνική πραγματικότητα

Η μέτρηση του κοινωνικού κεφαλαίου στην Ελλάδα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εξαιτίας της έλλειψης συστηματικών ερευνών (Χτούρης, Ζήση, Παπάνης & Ρόντος, 2004. Lyberaki & Paraskevopoulos, 2002. Christoforou, 2003) και λόγω του φαινομένου που παρατηρήθηκε κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, κατά τη διάρκεια των οποίων ο εθελοντισμός αυξήθηκε θεαματικά, πέρα από κάθε προσδοκία. Μέχρι τότε, η Ελλάδα κατατασσόταν στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με χαμηλό κοινωνικό κεφάλαιο όσον αφορά τη διάσταση της εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς, τους οργανισμούς κοινής ωφελείας και τον κρατικό τομέα. Αντί-θετα, τα οικογενειακά και κοινωνικά δίκτυα δρούσαν ως αντίβαρο στην έλλειψη θεσμικής οργάνωσης και ως θωράκιση στις πελατειακές σχέσεις πολίτη-κράτους.
Η Ελλάδα, άλλοτε με αργούς και άλλοτε με γρήγορους ρυθμούς, αναπτύσσεται οικονομικά, ενσωματώνει τις διοικητικές αρχές της Ευρωπα-ϊκής Ένωσης και μεταβαίνει στην εποχή της πληροφορικής. Όλες αυτές οι αλλαγές επιφέρουν μεταβολές στον κοινωνικό ιστό, αλλά κυρίως στη νοο-τροπία και την κουλτούρα των κατοίκων. Η υπερσυγκέντρωση του πληθυ-σμού στα αστικά κέντρα της Αττικής και της Μακεδονίας, η παρακμή της υπαίθρου και η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι παράγοντες που πρέπει να συνυπολογιστούν κατά τη μέτρηση του κοινωνικού κεφαλαίου. Φαίνεται ότι σταδιακά το κοινωνικό κεφάλαιο δεσμών (bonding) με όλους τους περιορισμούς του (Granovetter, 1973. Tsoukalas, 1995. Paraskevopoulos, 2001a,b), που εδραιώθηκε με την κατίσχυση της εκτετα-μένης και αργότερα της πυρηνικής οικογένειας, αντικαθίσταται με το κοι-νωνικό κεφάλαιο γεφύρωσης (bridging). Αυτό, εκτός των άλλων, αντικα-τοπτρίζει την εξάλειψη των ταξικών διακρίσεων που τόσο ταλάνισαν επί δεκαετίες την Ελλάδα.
Η μετάβαση στην πολιτική σταθερότητα δεν ήταν εύκολη για τη χώρα μας εφόσον δεν συνοδεύτηκε από ριζική θεσμική μεταρρύθμιση, αλ-λά αναπαρήγαγε τα γραφειοκρατικά συστήματα της δεκαετίας του ’50 και του ’60. Ο διοικητικός κατακερματισμός, η άκαμπτη ιεραρχική δομή, η ασθμαίνουσα οικονομία, η αίσθηση των πολιτών ότι το κράτος είναι αντί-παλος και όχι αρωγός περιόρισαν τη συμμετοχικότητα στα κομματικά μόνο πλαίσια και δεν επέτρεψαν να αναπτυχθεί ένα υγιές εθελοντικό, μη κυβερ-νητικό κίνημα, παρά μόνο τα τελευταία χρόνια (Papoulias & Tsoukalas, 1998).
Τέλος, η χειραφέτηση των γυναικών, η υποδοχή των μεταναστών, η αυξανόμενη επιρροή των ΜΜΕ στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, δημι-ουργεί νέα κριτήρια, που θέτουν εν αμφιβόλω την άποψη ότι η Ελλάδα κα-τέχει τις τελευταίες θέσεις, όσον αφορά το κοινωνικό κεφάλαιο.

Α10. Συμπεράσματα

Τα τελευταία χρόνια διαμορφώνεται μια τάση για συνειδητοποίηση και χειραφέτηση των πολιτών μέσω της γνώσης. Παράλληλα, ολοένα και συχνότερα εκφράζεται το αίτημα για ορθολογικότερους τρόπους διακυβέρ-νησης, που θα στηρίζεται στις πραγματικές ανάγκες των ατόμων και των κοινωνιών, στην τοπική ανάπτυξη και στη συμμετοχικότητα. Στη φιλοσο-φία αυτή εδράζεται και το νέο μοντέλο της οικονομίας, που δίνει έμφαση σε στοιχεία ανάπτυξης, που δεν λογίζονται ως ακραιφνώς οικονομικά, α-φού τα παλαιότερα καθαρά μονεταριστικά συστήματα οδήγησαν ολόκληρα κράτη στη χρεοκοπία, θεωρώντας ότι η ευημερία των δεικτών συνεπάγεται και κοινωνική αρμονία. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, απαιτείται η ενί-σχυση των αυτόνομων τυπικών και άτυπων δικτύων μη κυβερνητικού χα-ρακτήρα και η αγαστή συνεργασία τους με το κράτος κάτω από διαφανείς και ισότιμους όρους.
Η διάθεση μόνη δεν αρκεί. Το κράτος πρόνοιας πνέει τα λοίσθια, η ποιότητα ζωής προτάσσεται ως κοινωνική ανάγκη και το αντίβαρο του κράτους, δηλαδή το κοινωνικό κεφάλαιο, ο εθελοντισμός, η κοινωνική ευ-θύνη των μελών της κοινότητας, σε αντιδιαστολή προς τους απλούς οικο-γενειακούς και φιλικούς δεσμούς, καλούνται να διαδραματίσουν πρωταρ-χικό ρόλο. Πολίτες που από το εκπαιδευτικό σύστημα, την οικογένεια και την εμπειρία μαθαίνουν να μην είναι πολιτικά απαθείς, που διαθέτουν την αναγκαία κοινωνική αυτοεκτίμηση, προσδοκούν τη διεύρυνση του κοινω-νικού τους βίου και εξαργυρώνουν τη βούληση αυτή πραξιακά, θα αποτε-λέσουν την κρίσιμη μάζα, στην οποία θα στηριχθεί ένα νέο κοινωνικό συμ-βόλαιο, αυτό της κοινωνίας των πολιτών.
Για την Ελλάδα η αποτύπωση των ποιοτικών και ποσοτικών χαρα-κτηριστικών του κοινωνικού κεφαλαίου είναι επιτακτική, εφόσον η ευρω-παϊκή ενοποίηση το εκλαμβάνει ως μία εκ των ουκ άνευ συνθήκη για τη θεσμική και κοινωνική εξυγίανση. Αυτό αποτελεί το πρώτο βήμα για την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων ανάπτυξης από το κράτος. Οι πρώτες έρευνες που στηρίχθηκαν σε δευτερογενή δεδομένα πρέπει να αξιολογη-θούν και νέες πρωτογενείς, μη αποσπασματικές προσπάθειες εμπειρικής καταγραφής πρέπει να οργανωθούν σε πανελλήνιο επίπεδο. Νέοι θεσμοί και νομοθετήματα εισήχθησαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, παλαιές αξίες αναθεωρούνται, η γενικότερη κουλτούρα τροποποιείται, η εμπιστοσύνη δεν έχει ανέλθει στα επιθυμητά επίπεδα και όλα αυτά υπαινίσσονται μετατόπι-ση των γνωρισμάτων του κοινωνικού κεφαλαίου στη χώρα μας.
Η μέτρηση του κοινωνικού κεφαλαίου θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τρεις αλληλοσυνδεόμενες διαστάσεις: τη μέτρηση (ποσοτική και ποιοτική) των αιτιολογικών παραγόντων του κοινωνικού, τη μέτρηση των ποσοτικών χαρακτηριστικών του κοινωνικού κεφαλαίου, όπως τον α-ριθμό των εθελοντικών και μη κυβερνητικών οργανώσεων που δραστηριο-ποιούνται στην Ελλάδα και τη μέτρηση των δεικτών αποτελέσματος που σχετίζονται με την ανάπτυξη του κοινωνικού κεφαλαίου. Έτσι θα μπορέ-σουν να απαντηθούν ερωτήματα σχετικά με τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και του αποκλεισμού. Τέλος, σημαντική είναι η διαχρονικότη-τα των μελετών, ώστε να υπάρχουν συγκρίσιμα στοιχεία, που θα αξιοποιη-θούν για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ

Διαγνωστικά Εργαλεία Για Εκπαιδευτικούς

Η χρήση του Facebook στην Ελλάδα